Η αγγλική λέξη control (έλεγχος), η οποία χρησιμοποιείται στα Ελληνικά αυτούσια σε πλήθος περιπτώσεων:
Το τηλεκοντρόλ, ελληνιστί το (τηλε)χειριστήριο ηλεκτρονικής συσκευής (τηλεόρασης, κλιματιστικού, στερεοφωνικού κτλ.)
Κίνηση που κάνει ποδοσφαιριστής για να ελέγξει την μπάλα, όταν κάποιος παίκτης του την πασάρει, ώστε να διευκολυνθεί π.χ. για να κάνει σουτ ή να περάσει αντίπαλο.
Μέρος τηλεοπτικού στούντιο που δεν είναι ορατό στον τηλεθεατή, όπου βρίσκονται αρμόδιοι που επιβλέπουν την ροή ζωντανής εκπομπής και είναι σε επικοινωνία με τον παρουσιαστή για να του παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και να βοηθάνε όποτε υπάρχει πρόβλημα.
Τα πλήκτρα με την ένδειξη Ctrl στο πληκτρολόγιο. Είναι δύο, ένα αριστερά κι ένα δεξιά, κάτω από τα πλήκτρα Shift. Χρησιμοποιούνται για συντομεύσεις ή άλλες λειτουργίες σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα.
Γενικότερα με την έννοια έλεγχος, αντί της ελληνικής λέξης.