Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.
Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!
Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.
Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!
Got a better definition? Add it!
(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.
Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).
Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.
Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.
Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα
Got a better definition? Add it!