Μια πολύ σύντομη μουσική στιγμή / σύνθεση που χρησιμοποιείται στις ταινίες, στα δελτία ειδήσεων, στις διαφημίσεις κλπ, κυρίως για εισαγωγή, κλείσιμο, επισήμανση ή προειδοποίηση.

Από την αγγλική λέξη sting, βλ. εδώ για περισσότερα.

Ο σκηνοθέτης στον μουσικό:
- Σε τούτο το σημείο θα μπει ένα πολύ σύντομο πλάνο. Εκεί δεν θέλω μουσική, ένα στιγκάκι μόνο, ίσα-ίσα.

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified