(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σχιζοφρένειες στις πανκ συναυλίες.

Ό,τι να ναι έκφραση (από το πάτα κιούτα + dancing) της παλαιάς σχολής των Κοζανιτών πανκς της Θεσσαλονίκης.

Αν ο χορευτής δε διαθέτει λοφίο, το μιμείται με το ένα χέρι, και με το άλλο δουλεύει τον αγκώνα.

- Ρε Σάκη, να παίζουν οι Πανικός εν έτει 2008 και από κάτω πατά κιούτα ντάνσινγκ...γούστα...
- Συγκίνηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified