Δωροδοκώ, δωροδοκούμαι. Ιδιαιτέρως απαντάται στη δικαστική αργκό.

Η ιδιομορφία του όρου συνίσταται στην ενεργητική και παθητική συνάμα σημασία του, στη μεταβατική μορφή του ρήματος και στις δύο περιπτώσεις, αναλόγως του αντικειμένου. Έτσι τον πιάνω σημαίνει «τον δωροδοκώ», ενώ τα πιάνω «δωροδοκούμαι».

-Έχω μια γνωστή στην εισαγγελία, να της πω τίποτε να πιάσουμε το δικαστή; (ενεργητικό)

-Δικηγόρε τι απόφαση είναι αυτή; Μας πήρανε και τα σώβρακα. -Ε, είναι φως φανάρι ότι τά ’χε πιάσει ο δικαστής. Θα κάνουμε έφεση, μην ανησυχείς (παθητικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικο λογοπαίγνιο, που αναφέρεται σε μυθική μακρινή χώρα, όπου οι δίκες δεν γίνονται ποτέ (βλ. του Αγίου Πούτσου ανήμερα).

Προέρχεται από την ορολογία για την ημερομηνία δικασίμου «από αναβολή», δηλαδή μετ' αναβολής ορισθείσα, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή κωλύματος (π.χ. απεργίας γραμματέων, εθνικών εορτών, εκλογών, τήρησης ωραρίου, αποχής δικηγόρων, ανώνυμης κλήσης για βόμβα κτλ).

Ως γνωστόν, έτσι και πάρει αναβολή μια δίκη, (τουλάχιστον στην Αθήνα) συνήθως μετατίθεται η δικάσιμος στις ινδιάνικες καλένδες, ήτοι κάνα χρόνο πίσω οι αστικές και τουλάχιστον έξι μήνες οι ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα πινάκια είναι γεμάτα, δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες, δικαστές, προσωπικό, οι νεοέλληνες αλληλομηνύονται ακατάπαυστα κτλ.

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, ότι αφ’ ενός πολλοί διάδικοι -μέσω των δικηγόρων τους- παρελκύουν σκόπιμα τις δίκες, αφ’ ετέρου λόγω του παραδικαστικού (που δίνανε αβέρτα αναβολές/προτιμήσεις δικασίμων σε «ημετέρους» και παραγράφονταν ή προηγούνταν αντίστοιχα οι υποθέσεις τους κτλ) και των πειθαρχικών ποινών που έπεσαν, οι δικαστές είναι στριμωγμένοι και πλέον δε θέλουνε να δώσουν αναβολή, ακόμη και αν υφίσταται νόμιμη και εύλογη αιτία, καταντώντας σκληροί για να φανούν αδέκαστοι.

Υποτίθεται ότι δεύτερη αναβολή δίδεται με εξαιρετική φειδώ και μετά σε καμία περίπτωση, αλλά δε βαριέσαι; Όλο και κάτι θα προκύψει και η δίκη θα τραιναριστεί στο έπακρο κι ο κοσμάκης θα ταλαιπωρείται μέχρι να βρει το δίκιο του.

- Έγινε σήμερα το δικαστήριο;
- Μπάαα! Κάποιος πήρε τηλέφωνο για βόμβα πάλι, μέχρι να εκκενωθεί το κτήριο, μέχρι να ’ρθουνε οι μπάτσοι με τον Αζόρ να ψάξουνε, μέχρι να ξαναμπούμε, πήγε τρείς η ώρα, τελείωσε το ωράριο και η γραμματέας κατέβηκε απ’ την έδρα...
- Δηλαδή πήγε Άπω Αναβολή η υπόθεση;
- Κάπως έτσι. Ποιός τον ακούει τον πελάτη τώρα! Τρίτη φορά που δε γίνεται η δίκη!

Μπούχτισα πια! (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσκεμμένα ανυπόστατος ισχυρισμός που στόχο έχει να παραπλανήσει. Σοφιστεία. Παπαριά που θολώνει τα νερά.

Πληθυντικός, οι κουγιές.

Ίσως προέρχεται από τα γαλλικά, couille = αρχίδι ή couillon = κρετίνος, γκραν μαλάκας. Εναλλακτικά, ίσως να προέρχεται από το όνομα γνωστού μεγαλοδικηγόρου με μετάθεση του τόνου.

  1. Εδώ πρόκειται για μία ξεκάθαρη δολοφονία που έχει εξοργίσει έναν ολόκληρο λαό. Να αφήσει ο Κούγιας τις κουγιές του στα τηλεπαράθυρα και το παιχνίδι με τα μίντια, γιατί εκτός του ότι τα βάζει με τη νοημοσύνη ενός ολόκληρου λαού, γίνεται αρωγός της κυβέρνησης και του κράτους για να συνεχιστεί εσαεί η αστυνομική βαρβαρότητα της ατιμωρησίας. (από Indymedia, 10/12/08)

  2. Για τις δηλώσεις του κυρίου Κούγια ότι δήθεν ήταν παρεξήγηση, πρέπει να πω ότι είναι ΚΟΥΓΙΕΣ Α ΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ!!! (Από το black-mail.blogspot.com)

Και του χρόνου! (από Vrastaman, 11/12/08)Ένα κι ένα αρχίδι. (από Hank, 09/02/09)(από Khan, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified