Ανασυλλαβισμός της λέξης «Αλβανός». Νος + Αλβα = Νοσαλβάς με τη συμπλήρωση του τελικού σίγμα και την αλλαγή του τόνου, διότι είναι πιο εύηχο. Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για Έλληνες -και όχι για Αλβανούς- που κυρίως έχουν τη φιλοσοφία του κάγκουρα με τα Arnette, το κωλοφτιαγμένος παπί, την ξυρισμένη γραμμή (μπορεί και δύο παράλληλες) στο φρύδι, την μπανάνα στη μέση με τη στάμπα της ομάδας που συνήθως περιέχει πεταλούδα για την εύρεση χαρτζιλικίου καθώς και την καμπούρα. Προφανώς γοητεύμένοι από τη φιλοσοφία πολλών μεταναστών της γειτονικής χώρας. Κατανοούμε πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι και ΔΕΝ χρησιμοποιείται ρατσιστικά κατά μεταναστών.

Παράγωγα: Νοσαλβάκι Πληθυντικός: Νοσαλβάδες Συνώνυμα: Αλήτηζζζ

  1. Γιάννης: Ρε τσέκαρες τους τυπάδες με τα παπάκια στο πάρκο;
    Σπύρος: Ναι! Πάμε να την κάνουμε στα μπάμ πριν μας την πέσουν για να μας ψειρίσουν οι Νοσαλβάδες.

  2. Στο Δρόμο Πο: Μαλάκα Ράν!! Πρόσεχε τον ηλίθιο που κάνει σούζες.
    Ράν: Ποιος το γαμεί το 15χρονο το νοσαλβάκι. Δεν έχει πολύ χρόνο ακόμα με τις παπαριές που κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified