Further tags

Ετυμολογία λέξης:(η καροτίδα) Χρησιμοποιείται κυρίως για να γίνει αντιληπτή η αίσθηση του θυμού.

Τί είπες ρε χλεχλέ; Θα σου κόψω τον γκαρούτσαβλο!

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει: Ωμά στους σκύλους.

Και δεν είναι σλανγκ. Δεν υπάρχει καν. Δεν ξέρω καν γιατί το ανεβάζω εδώ. Μιά υπόθεση είναι. Μιά εικασία για το πώς θα ήταν μια ασήκωτη, θανάσιμη ομηρική βρισιά. Ένα φονικό μπουκέτο μίσους και άγριας καταφρόνιας. Κάτι που να κοντράρει στα ίσα τα πιό καυτερά καριολίκια μας.

Κάτι που να λέει: "Δεν αξίζεις να τα έχεις. Θα σου τα κόψω και θα τα ρίξω στα σκυλιά".

πέμψω σ᾽ ἤπειρόνδε, βαλὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ,

εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων,

ὅς κ᾽ ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ,

μήδεά τ᾽ ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι.

Οδύσσεια σ 84-87

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ-Πως πας ρε φίλε? -Χάλια, τρώω ένα γκαμίσμα στη δουλειά....!

Αλβανική εκδοχή της λέξης 'γαμήσι'. Πρόκειται για μια παραφθορά της λέξης, δηλαδή η λέξη αλλάζει από αδυναμία του μετανάστη να προφέρει σωστά την λέξη (λόγω ελλιπούς γνώσης της γλώσσας).

Χρησιμοποίεται επίσης σαν απειλή-προειδοποίηση: -Άκη....γκαμίσμα....! (συνοδεύεται με υψωμένο το μεσαίο δάχτυλο του χεριού) Εδώ μπορεί να σημαίνει είτε ότι Άκη θα σε γαμήσω, είτε Άκη τη γαμήσαμε....

Τέλος χρησιμοποιείται κάποιες φορές σαν κραυγή απόγνωσης. Το άτομο που το λέει συνήθως είναι πολύ πιεσμένο και κοντεύει να σκάσει.

-....ΓΚΑΜΙΣΜΑ...!

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη: αέρας+γαμιάς.

  • Ο οπαδός που προτάσσει το κωλοδάχτυλο επιδεικτικά σε αυτούς της αντίπαλης ομάδας.

-Κοίτα τα φλώρια μαγκιές που κάνουνε.
-Καλά, γνωστοί αερογαμιάδες οι βαζέλες από μακριά, από κοντά όμως, πάντα τις κότες..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βασικό δίπολο κατάφασης - άρνησης που το ένα αποκλείει το άλλο ως αληθινό σε μία πρόταση (δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο άκρα ταυτόχρονα, λόγω του διαζευκτικού "ή", που δίνει διαζύγιο στο μεν απ' το δε και απαλλάσσει το ένα από το άλλο. Δεν πρέπει να μπερδεύεται με το "ναι και όχι" τον καφετζηδων που το πρώτο αφορά στον καφέ και το δεύτερο στη ζάχαρη, όχι σημασιολογικά στο ίδιο αντικείμενο, αλλά συνολικά στο προϊόν του πόσιμου καφέ ως προς τη δοσολογία, λόγω του συμπλεκτικου "και").

Το "ναι ή ου" παραδόξως έχει επικρατήσει αν και το "ου" ήταν ένας από τους τρόπους με τον οποίο γινόταν η άρνηση στα αρχαία ελληνικά, αντί του "ναι ή όχι" που ακούγεται πιο σπάνια. Ας πούμε πρώτα για το "ου" γιατί έχει πιο πολύ ενδιαφέρον κι ύστερα μέσω αυτού καταλήγουμε στο "ναι".

Το "ου" κυμαίνεται σε κάτι μεταξύ γλώσσας και μη γλώσσας, μορίου και επιφωνήματος. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι εκφράζει μια αρνητική και έντονη συναισθηματικά κατάσταση, που κάνει το υποκείμενό της να αντιδρά με άμεση ενόχληση, άκομψα και βίαια. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ταυτόσημο με το επιφώνημα της αποδοκιμασίας που ακούγεται σε γήπεδα, ομιλίες κουλουπού, συνοδευόμενο και πολλές φορές από την αντίστοιχη χειρονομία (ο αντίχειρας κάτω - "να πεθάνει" στη ρωμαϊκή αρένα). Κατόπιν εξελίχθηκε και για λόγους ευφωνίας (αποφυγής της χασμωδιας) πριν από τα φωνήεντα απέκτησε ένα "κ" κι έγινε "ουκ".

"Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος", "Πώς δ' ουκ;" (τέλος πρότασης).

Στα νέα ελληνικά επιβιώνει ως: "ούτε"(ου+τε(=και)=και όχι, και ου, ως συμπληρωματική άρνηση σε άρνηση που έχει προηγηθεί), "ουδέν" (αρχαϊσμός στο "ουδέν σχόλιον", "ουδέν πρόβλημα", αναλύεται σε ου+τε+hεν>ου+τ+hεν,ου+τhεν, ουθέν - στον Αριστοτέλη, ουδέν -τρεις λέξεις σε μία: όχι παίζουμε(!)= και όχι ένα, ούτε ένα, δηλαδή κανένα, εξ ου και το νεοελληνικό "δεν" που είναι απομεινάρι και συντίθεται από το τε+hεν και το αστείο είναι ότι σημαίνει "και εν" δηλαδή "κάτι", το αντίθετο του "τίποτα" ως άρνησης!)και φυσικά στο "όχι"(ουχί<ου+χι,οπου -χι= εμφατικό μόριο και ουχί= όχι βέβαια!, όπως "ναίχι"=ναι βέβαια, και βέβαια!, βλ. τα νεοελληνικά "ναίσκε","όσκες", όπου -σκε είναι το μόριο της έμφασης).

Υπήρχαν και άλλες αρνήσεις που χρησιμοποιούνταν στις λοιπές εγκλίσεις και στα ονοματικά περιβάλλοντα, όπως η "μη" και στα πιο αρχαϊκά χρόνια η παραλλαγή της φωνολογικά που κατέληξε αρνητικό πρόθημα, καθώς το α- ήταν τότε ακόμα καθαρά προσθετικό και επιτατικό κι όχι αρνητικό, η "νη" (νηπενθή<νη+πένθος(=έλλειψη πένθους), νήπιο<νη+έπος(=το έχον ελλειψη ομιλίας), νηνεμία<νη+άνεμος(=απουσία ανέμων)κ.λπ.)

Το ναι... Η ιστορία αυτού του βεβαιωτικού μορίου, που εμφανίζεται σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με μεγάλη ποικιλία, είναι μεγάλη. Ο στόχος του είναι να επιβεβαιώνει. Να επιβεβαιώνει μέσω της επίδειξης και να επαληθεύει στο δια ταύτα του λόγου το αληθές.

"Να! Πάρτα να μην στα χρωστάω"

Ποια; Τα δάχτυλα που δείχνω στο φασκέλωμά μου. Και υπονοούν άλλα, γνωστά στους υβριστές της συνομιλίας και μόνο, αφού έχουν προηγηθεί. Προς Θεού και Τζίζας, αγαπητές κυρίες και κύριοι, μη μπερδεύετε το "να" το δεικτικό μ' αυτό της υποτακτικής στο "να μην στα χρωστάω" που προέρχεται από το μόριο "ίνα" που είναι τελικό μεν, συντελικό δε γιατί περιγράφει το σκοπό αυτού που ακολουθεί...

Οι αρχαίοι ημών όμως είχαν διαφορετική προφορά... Φτιάχνανε πολλούς κατιόντες διφθόγγους... Στα γ' ενικά της οριστικής (π.χ.:λέγει->legej), στις ονομαστικές των πληθυντικών (οι άνθρωποι->hoi anthropoj), και σ' αυτό το ίδιο το βεβαιωτικό μόριο, το "ναι" (naj), όπου το aj ως κατιούσα δίφθογγος (ως δύο φθόγγοι που ακούγονται στην ταχύτητα εκφοράς ενός απλού σχεδόν και όπου ο δεύτερος είναι ημίφωνο, ακούγεται σ'αυτήν την περίπτωση κάτι σαν "γι", αλλά επειδή είναι στο τέλος της λέξης εδώ με το "γ" σχεδόν αναιπαίσθητο) προφέρεται σα "βλάχικο" φωνήεν που γυρεύει να σβήσει γρήγορα από τη γρήγορη εκφορά των προφορών αυτών. Το "α" είναι ο πρώτος φθόγγος που συνοδεύει τον άνθρωπο σ' όλη του τη ζωή. Υπάρχει σε όλες τις γλώσσες και μεταφέρει θετικά μηνύματα στις γλώσσες των ενηλίκων. Συμβολίζει τον ήλιο και το φως. Την αρχή των πάντων. Και ποιος ξέρει; Ο αρχαίος μας πρόγονος, μπροστά στη γεμάτη ενέργεια και θετικότητα που εκπέμπει ο ήλιος, να θάμαξε κι αυτός την ομορφιά του κάνα αναφώνησε ένα ωραιότατο μέσα στο δέος "ΝΑΙ", δείχνοντάς τον και έτσι επιβεβαιώνοντάς τον. Με την ίδια ευκολία που θα βγάλει τα σώψυχά του μ'ενα οργιαστικό "α" κάθε φορά που θα θέλει να νιώσει την ωραιότητα και να την επικοινωνήσει στους παρευρισκόμενους, ή απλώς για να εκφράσει το συναίσθημά του και να ανακουφιστεί.

Η σλανγκιά της έκφρασης "ναι ή ου" έγκειται στην ειρωνική χροιά της. Είναι μια έκφραση που σπάνια θα ξεφύγει από το κλίμα οικειότητας και των ατόμων που κάνουμε χαβαλέ, άρα μας παίρνει και να ειρωνευτούμε, δε θα την πούμε σε κάποιον ανώτερο - ο ανώτερος στον κατώτερο όμως για μ' αρέσει ασκήσει πίεση είναι δυνατόν, αφού μιλά από θέση ισχύος και η ειρωνεία του ταιριάζει - και δε θα τη γράψουμε σε δόκιμο λόγο, δε θα τη δούμε σε κείμενο εκτός κι αν είναι ανεπίσημο, σενάριο, θεατρικό κουλουπού...

1.- Άσε μας, που θα μας βγάλει κι ο Μήτσος γλώσσα τώρα... Αυτού η μάνα του είχε βολέψει όλα τα Πετράλωνα... Παντού της κάνουν τεμενάδες, για να μην πω τίποτε χειρότερο...
- Μάκη, έτσι και συνεχίσεις να μη μετράς τα λόγια σου, θα σε κάνω εγώ να μετράς τα δόντια σου!(του ορμάει, τον αρπάζει απ'το γιακά και τονε στένει στον τοίχο) Λέγε ρε! (αγκωμαχεί ο Μάκης) Θα ξαναβρίσεις τη μάνα μου, ναι ή ου;(ως αποφώνηση σκηνικού προσβόλας, απειλειτικά. Καβγάς εν όψει αλλά όχι σίγουρα)
2. - Άσε με, ρε μλκ!
- Τί να σ'αφήσω ρε! Ολυμπιακός με Άντερλεχτ, έλα να το παίξουμε μονό! Πάμε καφενείο να δούμε τον αγώνα και στην πορεία τ'αλλάζουμε άμα δεν μας πάει...
- Όχου, δεν το βλέπεις εδώ πέρα που έχω δουλειά, διάβασμα, δεν έχω τελειώσει ακόμα... Χέσε με σου λέω...
- Έλα, για τελευταία φορά:Έρχεσαι ναι ή ου;
- Καλά, κουφός είσαι; Ουουου, ρε, ουουου, φύγε από δω χάμου! (αποφώνηση κι απάντηση να φύγει και ο ζόρες σε περίπτωση πίεσης:σε τέτοιες περιπτώσεις ένας ξάδελφός μου επειδή τού'λεγα πιο πολλές φορές όχι,μού'λεγε "ναι ή ναι",ο σκασμένος!)

3.- Κοιτάξτε την παλιαδερφάρα... (στο κυλικείο του σχολείου ένας "μπούλης" ρίχνει το δίσκο από ένα παιδί) Είσαι άντρας, ναι ή ου; (πρόσκληση καυγά ως ρητορική ερώτηση που η απάντηση καλείται να δοθεί πυξ λαξ στα τσαμπουκαλίκια.Πιο πιθανό να πέσει ξύλο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. πάω κάποιον γαμιώντας

Ταλαιπωρώ κάποιον, τον τρέχω, τον πάω πίπα-κώλο. Δέρνω κάποιον, τον ξυλοφορτώνω, ιδίως υπό τη μορφή απειλής: "θα σε πάω γαμιώντας".

Βλ. και με πάει γαμιώντας.

  1. Από εδώ:
    μου 'ρχεται ώρες ώρες να τους σπάσω το κεφάλι γιατί έχουν αποθρασυνθεί και αντιμιλούν τα τσόλια ( προς το παρόν πέραν αναφοράς τους περικόπτω και ημερομίσθιο όταν δεν προσέρχονται εγκαίρως 8) ρε θα τους πάω γαμιώντας ,δεν έχουν καταλάβει με ποιον τρελό έχουν μπλέξει) .

  2. Από εδώ (σ.σ. κάντε το σταυρό σας):
    Μην απειλείς ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ γιατί σε δύο ώρες που δίνεις διορία μαλάκα εγώ θα σε πάω γαμιόντας βόλτα όλο το Αιγαίο και θα το απολαύσεις με μπόλικη δόση αλμύρας...

2. πάω γαμιώντας (αμτβ.)

Πάω σφαίρα, τρέχω πολύ, οδηγώ πολύ γρήγορα. Λειτουργώ άψογα.

  1. Από εδώ:
    Επίσης υπάρχουν μόνο δύο επιλογές; Ή πάω σαν ΚΟΤΑ, ή πάω γαμιώντας;! 40 km/h σε αστικό δρόμο με όριο 50 km/h θεωρείται ΚΟΤΑ;! Με στεναχωρεί να διαβάζω τέτοιες απόψεις.

  2. Από εδώ:
    Pros gnosi sou exo kai ego ena passat '90 1800cc 112-115 hp! Exei poli plaka! Paei gamiontas kai stis strofes me fagomena lastixa paei me tis pantes!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το "μαχαιρώσω" με υποτιθέμενη αλβανική προφορά, για να αποδώσει ειρωνικά μια αίσθηση ψευτομαφιόζου και μαχαιροβγάλτη.

Συνήθως λέγεται ή γράφεται με κάποιου είδους γραμματικό λάθος ή συντακτική ανωμαλία για να δείξει, καθ' υπερβολή, το ξενικό στυλ: είτε εννοείται σε χρόνο μέλλοντα χωρίς το "θα", είτε γράφεται με "-ε-" αντί για "-αι-", είτε συνοδεύεται από αφύσικη σύνταξη υποκειμένου-αντικειμένου.

Αυτός που το λέει δεν εννοεί στα σοβαρά τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει από κάποιον ή με τον οποίο απειλεί τους άλλους. Αλλά μπορεί και, παρ' όλο που αναγνωρίζει τον κίνδυνο, να πιστεύει ότι το άτομο που τον απειλεί είναι θρασύδειλο και αρκεί να του σταθεί κανείς στα ίσα για να οπισθοχωρήσει.

Ίσως προέρχεται από αυτήν τη φάρσα, ίσως είναι παλαιότερο.

  1. Από εδώ:
    Ο Σαμαράς εσύ α, έκει παρέα και στο Σκιπρία ρε αα..εκεί κολλάς αα;; Σε μακαιρώσω..

  2. Από εδώ:
    αυτό είναι το μαγκιά σου α;;;;;σε μακερώσω!

  3. Από εδώ:
    - Ta se spaso ta dontia Re katalavns ? E?
    - ta se makerwsw gkw a lalato

  4. Από το διαδίκτυο:
    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΕ ΜΑΚΑΙΡΩΣΩ ΕΓΩ ΕΣΕΝΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που την έλεγε ο παππού μου, όντεν κιανείς ετόλμουνε να μην κάνει το θέλημά ντου ή να πάει κόντρα σ' αυτό. Όπως οι προετοιμασίες για εκλογές έχουν ανακατωσούρα, σούσουρο μεγάλο, πονοκέφαλο και μεγάλη φασαρία, ανεξάρτητα από αυτήν την ίδια τη μέρα που μοιάζει με πανηγύρι (το φερέλπιδο αυτό κλίμα κρατά μέχρι την καταμέτρηση των ψήφων που δικαιώνει για την αγωνία λίγους και απογοητεύει τους πολλούς όπως είθισται στις τελευταίες πολλές εκλογές που μας βρήκανε), έτσι και η εναντίωση σε κάποιον ισχυρότερο από άποψη δύναμης ή κύρους, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα προεόρτια των εκλογών και ισοδύναμο με αρνητικά - ανεπιθύμητα εκλογικά αποτελέσματα στο τέλος. Με άλλα λόγια θα έχω μπελάδες, μαλώματα, καβγάδες, φασαρίες και θα υποστώ επιπλήξεις.

Παραλλαγή: θε(λει) να'χομε εκλογές. Στην Κρήτη χάριν ευφωνίας εμφανίζονται σύμφωνα για να εξαλειφθούν οι χασμωδίες. Το "ν" είναι το πιο κοινό γι' αυτόν το σκοπό. Έτσι το "ν" μεταξύ του "θα" και του φωνήεντος του ρήματος αναπτύσσεται δευτερογενώς, εφόσον το "θέλει να" έχει εξελιχθεί σε "θα" ως μόριο μέλλοντα και δεν αποτελεί εναλλαγή φωνηέντων. Αλλιώς "νά'χομε εκλογές θέλει". Υπάρχει, τέλος στην Κρήτη μια διαφοροποιημένη σημασιολογική χροιά ανάμεσα στον μέλλοντα της κοινής και σ' αυτόν της διαλέκτου, το μεσαιωνικό μορφολογικά μέλλοντα ως προς τη χρήση. Ο κοινός χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάτι πιο απρόσωπα αλλά σίγουρο ότι θα γίνει, σαν να το επιβάλει μια ανώτερη δύναμη που εξασφαλίζει αυτή τη βεβαιότητα, ενώ ο μεσαιωνικός της διαλέκτου για κάτι στο οποίο εμπλέκεται άμεσα η προσωπική επιθυμία για κάτι που μέλλεται να γίνει και που εξαρτάται από αυτόν που συμμετέχει στην ενέργεια άμεσα και μπορεί να υπολογισθεί αυτό. Μπορεί να είναι πιο αβέβαιο, αλλά και πιο βέβαιο καθώς εξαρτάται από το ποιον του ομιλητή που εκφέρει τον μέλλοντα και το ρόλο που αυτός θα διαδραματίσει στην μελλοντική ενέργεια ή το τρίτο πρόσωπο το οποίο θα σχετιστεί μ' αυτήν και αναφέρεται.

- Μα θέλω να πάω κι εγώ μαζί τους... Γιατί να μην πάω;
- Αυτό που σου είπα! Και μην επιμένεις γιατί θα ν-έχομε εκλογές.

Εδώ, η ανώτερη δύναμη που εξασφαλίζει το αποτέλεσμα είναι ο ίδιος ο παππούς που προειδοποιεί την εγγονή του για την μη αποδεκτή επιθυμία της να πάει μαζί με τα ξαδέρφια της έξοδο. Άρα στον επίγειο Θεό της ελληνικής οικογένειας (λόγω παλαιότητας) αρμόζει η εκφορά αυτή καθώς αυτός ορίζει πότε θα ξεκινήσει το μπάχαλο αν γίνει τ' αντίθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Συμπληρωματικά με τον άλλο ορισμό.)

«Σε ψάχνουμε» / «σας ψάχνουμε»: εξ αποστάσεως απειλή σε πολιτικό ή οπαδικό εχθρό, σε μορφή μαφιόζικου μηνύματος. Επιχειρεί να τρομοκρατήσει τον εχθρό αυτόν και τους υποστηρικτές του και να επιδείξει μαχητική και τραμπουκική πυγμή σε όποιον είναι πρόθυμος να την αγοράσει.

Σημαίνει «σε ψάχνουμε για να σου κάνουμε κακό, να σε χτυπήσουμε, να σε σκοτώσουμε, να σου δώσουμε ένα μάθημα» κλπ.

Το πρώτο πληθυντικό του ρήματος δίνει αυτήν την έννοια της οργανωμένης ομάδας που μπορεί να φέρει σε πέρας μια τέτοια επίθεση. Η έκφραση ίσως είναι η σύντομη εκδοχή της εξής: «[όνομα εχθρού] δεν σας περιμένουμε, σας ψάχνουμε», κάτι που δίνει έμφαση στην επιθετική δράση αντί της άμυνας που μάλλον απαξιώνεται ως παθητική ή υπερβολικά επιεικής στάση.

  1. Από εδώ:
    ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΔΕΝ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΣΑΣ ΨΑΧΝΟΥΜΕ

  2. Από εδώ:
    ΒΟΡΕΙΑ ΘΥΡΑ 7!! ΤΟ ΝΟΥ ΣΑΣ ΒΑΖΕΛΕΣ, ΣΑΣ ΨΑΧΝΟΥΜΕ, ΑΛΛΑ ΔΕ ΣΑΣ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ

Σ.σ. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα με ονόματα πραγματικών ανθρώπων τα οποία δεν θα μεταφέρω εδώ. Είναι της μορφής «τάδε σε ψάχνουμε».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σε σκίσω/θα σε φάω. Δηλώνει ενόχληση από γεγονός.

Γύρνα την κάμερα αλλού, είμαι άβαφη ρε θα σε καρικώσω.
(Όχι κ τόσο πετυχημένο παράδειγμα... Αυτοσχεδιάστε!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified