Χασισλανγκιά για μπάσταρδη ποικιλία φούντας από σπόρους σκανκ που καλλιεργείται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο ανεξέλεγκτα και χωρίς προδιαγραφές πχοιότητας.

Οι γευσιγνώστες χασίστες και φουντικοί, όταν ακούν σκανόφουντα κρατάν μικρά καλάθια, γιατί συχνά έτσι πλασάρονται στην αγορά μπαμπάνες αίσχιστου είδους τ. Albanian Haze. Άλλωστε τι να κλάσει ή όποια σκανόφουντα μπροστά σε παραdédéγμένα Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης από την Καλαμάτα, τον Ψηλορείτης, τον Ταΰγετο...

Α, και όποιον δεν το το γνωρίζει, σχεδόν το σύνολο των δασικών πυρκαγιώνε μετά τα ενενήνταζ οφείλεται σε κάψιμο χασισοφυτειώνε. Κοινό μυστικό της αστυνομίας και των δασικών υπηρεσιώνε.

1.
Το sage πάει σε όλα τα πεδία
Πίνω σκανόφουντα από την Αλβανία
Ελά να σε κεράσω ένα μικρο γαρότσι
Ελα να συζητήσουμε για τη Τζένη Μπότση

2.
Πριν μια βδομαδα ομως , μολις ειχα σβησει το τσιγαρο μου με την σκανοφουντα (ενα περιεργο σαν σκανκ-ελληνικο που το φερνουν απο ...

3.
- το μόνο πιο γελοίο στον κοσμό απο το κάπνισμα είναι το χασίς και τα ναρκωτικά
- ασε ρε..σε τα μας ρε; αφου σε εχω πετυχει να αρραζεις πανω πλατεια με σκανκοφουντα..ελα τωρα...

4. αντι για φινγκερ φουντς και τετοια new age sex and the city παπαριες ψωνισε σκανκοφουντα και πιτσες να ντερλικοσετε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).

Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...

Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).

Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.

Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.

(Νυχτερινή έξοδος φίλων):

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Λοιπόν, φύγαμε;
- Μπα πανάθεμάσε, τη νεκροκολώνια λούστηκες πάλι; Μας μπάφιασες...
- Ξέρεις πόσο έχει αυτό το άρωμα ρε άσχετε; 30 γιούρο! Παραπάνω απ' το ρολόι σου!
- Να σου δώσω ένα τάληρο να πά’ να την πετάξεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified