πόπολο το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ιταλ. λ. popolo = λαός] ο λαός ο μεγάλος αριθμός, το πλήθος προσώπων, ο πολύς λαός.

http://el.wiktionary.org/wiki/πόπολο

Παραδειγμα:
«Μετά την ενοποίηση των σχολών, σκάει της κακομοίρας το πόπολο στις αίθουσες και παρακολουθούμε όρθιοι σαν μ@λ@κ#$, μέχρι και καρέκλες πτυσσόμενες φέρνουνε από το σπίτι, καρφίτσα δεν πέφτει σε λέω!»

Παράδειγμα 2:
«Όποια κυβέρνηση και να ανέβει την εξουσία, το πόπολο θα παραμείναι πάντα πόπολο, ευκολόπιστο, εύπλαστο ζυμάρι στις βουλές του κάθε λαοπλάνου ηγέτη που ξέρει πως να το κουμαντάρει»

Παράδειγμα 3:
Πως να κοροϊδεύετε το πόπολο - Satisfaction Guaranteed. «Σοσιαλιστικές» συνταγές κοινωνικής ειρήνης. (Ελευθεροτυπία: http://bit.ly/cB7GAz )

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας που μοιάζει με τον Γκούφη από τα κινούμενα του Ντίσνεϊ. Απαραίτητα ψηλός και τα πέλματα των ποδιών αντικριστά, όπως το καρτούν. Συνήθως καλοκάγαθος ηλίθιος.

  1. Ήρθε σπίτι ο Χρήστος μαζί με τον Γιάννη τον γκούφη.

  2. - Ήταν και ο Χαράλαμπος εκεί.
    - Ποιος Χαράλαμπος;
    - Ο γκούφη!
    - Α, κατάλαβα.

(από Vrastaman, 09/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.

  1. Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!

  2. Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.

  3. Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified