Further tags

Απ' το SOS, χρησιμοποιείται κυρίως για θέματα που είναι πολύ πιθανόν να πέσουν σε εξετάσεις και κατ' επέκταση για ό,τι είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πρέπει να του αποδοθεί προτεραιότητα. Χρησιμοποιείται πολύ στα πληθωριστικά μεγεθυντικά του σοσάρα, καρασοσάρα, σουπερσοσάρα, σουπερκαρασοσάρα κ.ο.κ.

Στο Δ.Π. υπό ΑΝ21.

  1. SOS ΤΑ ΣΟΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2010 ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ (εδώ).

  2. Γιατί αν δεν τον στεναχωρήσεις και αφυπνήσεις τώρα, θα φτάσει άσχετος στη Γ΄ Λυκείου, για να έχουμε και πάλι στατιστικές σαν τις φετινές, όπου σε ένα θέμα καρασοσάρα και με ασκήσεις λίγο πολύ «παλεύσιμες», το 30% να είναι κάτω από τη βάση. (εκεί).

  3. Οχι μονο πρεπει να τα ξερετε αλλα ειναι και ΣΟΥΠΕΡ ΣΟΣΑΡΑ ΘΕΜΑΤΑ τα υβριδικα. (παραπέρα)

βλ. και αντισός, σοσάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλεζουάρ ή γλύφανο (αγγλ. reamer).

Εργαλείο που χρησιμοποιείται για να λειάνει, να μεγαλώσει η να δώσει ακριβές μέγεθος σε υπάρχουσα οπή.

εδώ κι εδώ

  1. «Εναλλακτικά κάνεις πολλές μικρές τρύπες με μικρότερο τρυπάνι και το τρως με την λίμα ή χρησιμοποιείς αλεζουάρ
    Για οικονομία υπάρχει η κωνική λίμα 5-18mm που μοιάζει με κουκουνάρι... είναι λίγο ατσαλιάρα γιατί γεμίζεις γρέζι αλλά έχει περίπου 3-5 ευρώ και κάνει την δουλειά σχετικά γρήγορα και πολύ πιο εύκολα από τα τρυπανάκια... »

Από: εδώ

  1. εκείνη : ο λα λα λα , ζε σουι πετιτ, Φρανσουά
    εκείνος : βου λε βου κουσε αλεζουαρ μαντάμ;
    εκείνη : ντακορ
    και οι δυο μαζί : κου πε πε , κου πε πε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πάσης φύσεως ανεμιστήρες και βεντιλατέρια στα καραβίσια.

Από το αγγλικό fan=ανεμιστήρας.

(κλασσικό ψάρωμα)

Τρίτος μηχανικός: Παντελή, κατέβα λίγο στη μηχανή να δεις αν δουλεύει ο φάνης.
Δόκιμος: Μα δεν έχουμε κανένα Φάνη στο καράβι, ρε Μήτσο!

(από Khan, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνοδόχος του πλοίου στα καραβίσια.

Από το αγγλικό chimney=καπνοδόχος.

Προσοχή: Αν δεν θυμάστε τη λέξη, πείτε απλά καπνοδόχος. Αλλά ποτέ μην πείτε φουγάρο σε ναυτικό. Θα σας πάρει στο ψιλό.

Καββαδίας - Γυναίκα
«Μια τσιμινιέρα μ' ώρισε στο κόσμο και σφυρίζει.»

Στο 3.30 (από Khan, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις πιο παλιές και διεθνώς διαδεδομένες επαγγελματικές αργκό και απορίας άξιο που δεν αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία στο slang.gr (ίσως οι διαχειριστές θα πρέπει να επιληφθούν).

Τα καραβίσια είναι κανονικά ελληνικά, μόνο που όλες οι τεχνικές λέξεις έχουν αντικατασταθεί με τα ελληνοποιημένα διεθνή αντίστοιχά τους, συνήθως αγγλικά, ώστε να είναι κατανοητές από το πλήρωμα (βλ. παράδειγμα) που αποτελείται σχεδόν πάντα από Φιλιππινέζους, Ινδονήσιους ή/και μαύρους.

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (που το κανονικό του επάγγελμα ήταν μαρκόνης, δηλαδή ασυρματιστής στα καραβίσια) χρησιμοποίησε πολλές τέτοιες λέξεις στα ποιήματά του, γι' αυτό και όλα του τα βιβλία συνοδεύονται πάντα από γλωσσάρι.

- Τους κάβους ρε μαλάκα!
- What;
- Τράβα τους κάβους ρε μαλάκα!
- What;
- Ντου γιου σπικ ίγκλις;
- Yes!!
- Ε τράβα τους κάβους ρε μαλάκα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθομαι με τις ώρες στο YouTube, συνήθως μέσω της αέναης ακολουθίας των related videos, με ή χωρίς τη συνοδεία τσιγάρου/καφέ/αλκοόλ/ναρκωτικών.

Βλ. και youtube poop

- Πώς είσαι έτσι, ρε μαλάκα; Δεν κοιμήθηκες καθόλου;
- Μπα... Γιουτιουμπάριζα όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και η τουματσιά αλλά προέρχεται από τους Έλληνες του εσωτερικού.

- Να χτυπήσουμε κι ένα μπακλαβά στο καπάκι;
- Τουματσισμός ρε φίλε!

Σχετικά: του ματς, τουματσιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το post production, στην κινηματογραφική και τηλεοπτική γλώσσα, το στάδιο της παραγωγής που ακολουθεί μετά το γύρισμα. Αναφέρεται κυρίως στο μοντάζ και το μιξάζ (αν και περιλαμβάνει και πολλά άλλα όπως τη σύνθεση της μουσικής επένδυσης, τα ειδικά εφέ κλπ).

(πρρρτ!)
- Σόρρυ ρε Μήτσο! Μου ξέφυγε!
- Δεν πειράζει, συνέχει να παίζεις! Θα το κόψουμε στο ποστ.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Μακρύ κοντάρι που στην άκρη του φέρει ευαίσθητο κατευθυντικό μικρόφωνο και χρησιμοποιείται στην κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή για να συλλαμβάνει τις ομιλίες των ηθοποιών (αγγλικά: boom).

Ο χειριστής του ονομάζεται μπούμαν (αγγλικά: boom man) και μαζί με τον ηχολήπτη, ίσως από επαγγελματική ευσυνειδησία, είναι οι δύο πιο ήσυχοι άνθρωποι σε ένα πλατώ. Για το λόγο αυτό, όλοι τείνουν να παραβλέπουν ότι ο μπούμαν κάνει την πιο κουραστική δουλειά εκεί μέσα και τους κάνει μεγάλη εντύπωση όταν, μετά από ώρες γυρίσματος, έντασης και καυγάδων όλων των υπολοίπων μεταξύ τους, πετάει ξαφνικά κάτω το μπουμ και φεύγει βρίζοντας.

Στις ερασιτεχνικές παραγωγές δεν χρησιμοποιείται καθόλου μπουμ. Στις ημιερασιτεχνικές χρησιμοποιείται σκουπόξυλο.

  1. Οργισμένη κραυγή του σκηνοθέτη όταν παρατηρεί στο μόνιτορ το μικρόφωνο να εμφανίζεται δειλά στο πάνω μέρος του πλάνου.

Η κραυγή «μπουμ!» έχει ακριβώς την ίδια σημασία με το «κατ!».

  1. - Όταν πήγαμε για το γύρισμα στην Κρήτη ξεχάσαμε το μπουμ. Έστειλα τότε τη Σούλα σε ένα χρώματα-σιδηρικά να αγοράσει ένα από κείνα τα τηλεσκοπικά μαρκούτσια που έχουν οι μπογιατζήδες. Εντάξει, του έπεσε λίγο βαρύ του Μίλτου αλλά και πάλι δεν ήταν λόγος αυτός για να τσαντιστεί.

  2. (σκιά στο μόνιτορ)
    Σκηνοθέτης: ΜΠΟΥΟΥΟΥΜ!!!!
    Πρωταγωνίστρια: Όχι ρε γαμώτο! Πάνω που το 'χα πιάσει!

(από protnet, 20/09/10)έξοχη χρήση της ατάκας από 0:40 και μετά (από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified