Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πλέον βρωμερή και δυσώδης μπόχα για πολλούς συμπολίτες μας, όπως αλτέρνια, ψαγμένους, λατέρνατιβ, indie, χιπστέρια, άτομα με υπερκουλτουρίαση, μεταλάδες, χιπ χοπάδες, ποικίλες εξωτικές φυλές και λοιπές εναλλακτικές δυνάμεις.

Πρόκειται για την αποφορά που προκαλεί ο,τιδήποτε ανήκει σε ένα κυρίαρχο παράδειγμα, λόγο, συμπεριφορά κ.ά. Λ.χ. χολυγουντιάνικες αμερικλανιές στο σινεμά, απόψεις που εκπορεύονται από πρετεντέρηδες και άλλους τηλεντελάληδες του καθεστώτος, λαϊκοπόπ ακούσματα στη μουσική για όσους θεωρούν ότι το «ανήκομεν εις την Βίσσην» αποτελεί μουνόδρομο, εκτός κι αν ανήκει κανείς στην Βανδή, απόψεις που διατυπώνονται από δάπαρους με επίπεδο-ΔΑΠεδο, ναμαγαπάδικα εντεχνιάρηδων, το δίπολο Μύκονος- Αράχωβα, ατάκες ελληνικής μικροαστικής μιζέριας, κ.τ.ό., τέσπα ξέρουμε όλοι λίγο πολύ τι σημαίνει μέινστριμ.

1. Ολοι αμαρτωλοι ειμαστε, ολοι παμε στο τωρα καπα, στο καλυτερο μο, στη μπουζα βρε αδερφε. Ολοι εχουμε μια καποια σχεση με το σκειτ, ειτε αγαπη, ειτε μισους, ειτε αποστροφης.Παντως να το παιζεις αλτερνατιβ και να πηγαινεις κρυφα στο βιλα να λικνιζεις το κορμι σου σε μεινστριμιλα, δε σε τιμα.

2. Παρολ' αυτα μου κανει φοβερη νεκροφιλια να παραμενουμε (με βολικη εμμονη καμμια φορα) στα κατορθωματα των γενιων που εχουν σχεδον αποσυρθει. Νομιζω μαλιστα πως τη δεκαετια του 90 οι περισσοτεροι ξανα«διαβαστηκαν» απο κοινο και επαιοντες χωρις ταμπου, αγκυλωσεις και παρασιτα του χρονου που εδρασαν και λιγο ως πολυ εχουν παρει τη θεση που τους αξιζει.
Στα 00ς ειχαν αρχισει πια οι αναποφευκτες ζυμωσεις γινανε πραγματα, ξεπηδησαν ατομα και ομαδες, γλιτωσαμε εν πολλοις απο την ακαμπτη μεινστριμιλα και τις διαφορες σεβασμιες μανιες και εχουμε αρχισει να διαπραγματευομαστε καπως διαφορετικα τα τεχνοζητουμενα.

3. Δεν ξέρω πόσο μεϊνστριμίλα βρωμάω αλλά με τον Φασμπίντερ δεν έκανα παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την παραμονή του «καλοκαιριού τση αγάπης» οι Strawberry Alarm Clock τραγουδούσαν για θυμιατά από πιπερόριζα και ο Scott McKenzie υπενθύμιζε στους μεταβαίνοντες στο San Fransisco να πλέξουν λουλούδια στις κοτσίδες τους, ο Mick Jagger ήθελε να τα βάψει όλα μαύρα και οι Velvet Underground περιμένανε τον βαποράκι τους με $26 ανά χείρας.

Η σκοτεινίλα ή νταρκίλα ως état d' esprit στην μουσική, στον κινηματογράφο, στην ζωγραφική, κ.ταλ. ασκεί έντονη γοητεία. Συχνά δρα ομοιοπαθητικά με συνέπεια να εκτιμούμε περισσότερο τα όσα χρώματα μας μοιράζει η τράπουλα τση πουτάνας τση ζωής. Εξερχόμενος από προβολή του Eraserhead, είναι δυνατόν να μην θέλεις να αγκαλιάσεις το σκατουρημένο κουτσούβελό σου, να φιλήσεις την πεθερά σου και να σφίξεις το χέρι του εργοδότη σου; (ή, αντίστοιχα, να πανηγυρίσεις που είσαι ελεύθερος, άτεκνος και άνεργος;)

Μιλάμε πάντα για καλώς εννοούμενες εντεχνindie πχοιοτικές καλτιές και ψαγμενιές, μακριά από εμάς οι μόνο μπλακ νταϊνταήδες και οι χρήζοντες emoκάθαρση γκοθάδες με τις μανιοκαταθλιπτικές τους γκόμενες που ξημεροβραδιάζονται σε πεθαμενάδικα. Αυτές είναι κακώς εννοούμενες σκοτεινονταρκίλες.

Προσοχή: το λήμμαν να μην συγχέεται με μαύρα ακούσματα και γκιραπιές.

Ασίστ για την παραλλαγή νταρκίλα: Pirate Jenny.

- Και ο δεύτερος δίσκος είναι εξαιρετικός. Το έγραψαν όλοι, ή σχεδόν όλοι. Ο πρώτος είχε ξεκινήσει μια περίοδο που η σκιά των Bad Seeds βάραινε κάπως τα επόμενα σχέδια. Όχι ότι ακούγεται διαφορετικός πολύ. Αυτή η σκοτεινίλα πάντα θα υπάρχει. Πάντα.

- ολη η βρωμια και η νταρκιλα των 80ς ανακατεμενη με ψυχεδελεια εφτιαξαν ενα μιγμα που μου ανατιναξε το μυαλο

- Βέβαια, για λόγους σκιώδεις και ύποπτα κινούμενους στη νύχτα του μυαλού του σκηνοθέτη, του Itsue Kawasaki, οι φιγούρες σε αυτό το μικρο- anime μιλάνε Αγγλικά με τη γνωστή, αγαπημένη, σάπια ιαπωνική προφορά, επομένως δε σε αφήνει να το ευχαριστηθείς τόσο πολύ. Του αφαιρεί αρκετή σκοτεινίλα και την αντικαθιστά με σκέτη νίλα

- Γραφικα 9/10 , απλα γιατι περιμενω το sequel και το αργουν πολυ. Ηχος υπεροχος. Χειρισμος απο τους καλυτερους ever. Αυτο που με συγκλονιζει ειναι η νταρκιλα που εχει το παιχνιδι. ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ. Αν μπορουσαν οι devs, θα μοιραζαν και λιγη νταρκιλα στο συνταγμα τωρα που ειναι καιρος κρισης. .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εκ του αγγλικού too much.

- Έρχεται εξεταστική...
- Ωχ, τουματσίλα διάβασμα προβλέπεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.

Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )

Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες. - Ε πάμε μέχρι το περίπτερο. - Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.

  1. Έλα μωρή χαρκορίλα...

  2. Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified