Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.
-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.
Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.
-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)
Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)
Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά
Got a better definition? Add it!
Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.
- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα
Got a better definition? Add it!