Further tags

Μάρκα τσιγάρων που καπνίζει ο Τράκαμαν.

Βλ. και Τρακαστράτος.

- Τι τσιγάρα καπνίζεις;
- «Απ' όλων».

Επιχείρησις Απόλλων (1968) (από HODJAS, 14/05/10)

Και απόλλων τσιγάρα, τράκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέκταση της κοκαϊνης ή αλλιώς κοκό ή κοκόρι.

Τι θα γίνει ρε φίλε; Θα βρούμε κανένα τζι αρ κοκορέτσι μπας και την πετύχουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρασί, αλλά μάγκικα. Από τα κρασί + χασίσι.

- Βάλε κρασίσι να πιούμε να γίνουμε λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπύρα που αγοράζεις στο περίπτερο όταν δεν έχεις λεφτά, ή βαριέσαι να πας στο bar.

- Τέλος του μήνα και δεν είχαμε μία. Χτυπήσαμε κάτι περιπτερόμπυρα στην πλατεία και περάσαμε κόμπλα.

(από Khan, 19/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ελληνική λέξη μπάφος. Συνήθως έτσι ονομάζεται ο μπάφος στα σπίτια των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν κυρίως στο UK.

- Yo chickano στρίβουμε κάνα μπέιφ;
- Άντε κάνε δουλειά chiiiiiiiiiiiiiiick.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένη έκφραση προερχόμενη από τη γνωστή τεκίλα Jose Cuervo και το χώσιμο με την έννοια της αγγαρείας, έννοια και την οποία εξάλλου εμπεριέχει. Η χρήση της συναντάται συχνά στους στρατιωτικούς κύκλους.

- Άντε ρε Γιάννη! Τι κάθεσαι όλη μέρα στο θάλαμο; Τον άρρωστο παριστάνεις;
- Ίσα ρε ψάρακα! Έχεις όρεξη να φάμε κανά χοσέ κουέρβο μεσημεριάτικο; Άραξε στα κυβικά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το γνωστό άθλημα μπάσκετ, κρύβει τη λέξη μπάφος και ορίζει την κατάσταση που δύο ή περισσότερα άτομα συγκεντρώνονται για να πιουν μπάφους.

-Τι λέει μαλάκες; Πάμε να παίξουμε κάνα μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρακαδόρος τσιγάρων.

- Αυτός καπνίζει μάρκα «Απόλλων».

Σχετικό: τράκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με αναγραμματισμό του παλιού κλασικού συνθήματος, «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη».

- Φίλε μήπως ξέρεις πού είναι η πλατεία ηρώων;
- Η πλατεία ποιων;
- Αυτών που πουλάνε τη μπατσίνη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified