Μαύρο (συγκάλυψη όταν υπάρχουν στρουμφάκιακοντά). Χασίς, μαριχουάνα, χόρτο.
Μαύρο (συγκάλυψη όταν υπάρχουν στρουμφάκιακοντά). Χασίς, μαριχουάνα, χόρτο.
Δες και ποδανά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το τσιγάρο στα ποδανά. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον γάρο.
Ψηλέ, έλα να σκίσουμε ένα γαροτσί πριν μπούμε στο σινεμά.
Got a better definition? Add it!
Το πρεζάκι, ο πρεζάκιας στα ποδανά.
Εγώ θαυμάζω τον Μαραντόνα σαν παίκτη. Επίσης ο Ντιέγκο μπορεί να ήταν ζακιπρέ αλλά και ο Πελέ μια ζωή ρουφιάνος του συστήματος, τσάτσος των πολυεθνικών και της ΦΙΦΑ ήταν. Όπου αμερικανιά από πίσω ήταν οπότε καλά του τα χώνει ο Ντιέγκο!!!
Από φόρουμ.
Got a better definition? Add it!
Η πρέζα (εναλλαγή των συλλαβών της λέξης).
Ρε φίλε, μήπως παίζει καμιά ζαπρέ να με φτιάξεις;
Got a better definition? Add it!
Το χρησιμοποιούμε σαν ερώτηση σε άτομα του συναφιού μας μπροστά σε κόσμο, για να μάθουμε αν «παίζει τίποτα», δηλαδή αν έχει ο ερωτώμενος κάτι, συνήθως ουσίες.
Got a better definition? Add it!
Ζέλα τσιγάρων με φουντί αξίας €10.
Ετυμολογικά προέρχεται από την ποδανάν έκδοση του «δεκάρικο». Παραπέμπει επίσης στην λέξη καρύκευμα.
Got a better definition? Add it!
Προέλευση < πακέτο (ποδανά = κετοπά) + τσιγάρο(=γαροτσί, ροτσί) => κετοτσί.
Το τσιγάρο που καπνίζει κάποιος μετά από μία αποτυχία-πίκρα με σκοπό να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω και λίγο.
Ποο! Τον πούλο. Πάλι δεν πέρασα τα σήματα, κάνω το κετοτσί στη στάση και πάω να γυρίσω σπίτι.
Got a better definition? Add it!
Η φράση χρησιμοποιείται όταν θές να μάθεις αν κάποιος πίνει φούντα και δεν θες να φανερωθείς στους τριγύρω σου προκαλώντας αντιδράσεις δυσφορίας.
Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ουσίες (π.χ. νισπεί κακό;) με τον ίδιο πάντα σκοπό.
- Αρχηγέ μου, νισπεί ραγά;
- Εννοείται (χαμόγελο).
- Ωραίος! Άμα θές έλα πίσω για άραγμα σε 5.
Got a better definition? Add it!
Αναγραμματισμός της λέξης φούντα που λέγεται όταν βρίσκονται άλλοι στον χώρο.
Βγαίνει από τη φούντα του χόρτου (σαν φυτό) πριν κοπεί.
Πάμε πρώτα για κάνα νταφού και μετά πάμε να αράξουμε στη Μαρία, ε;
Got a better definition? Add it!