Στα ποδανά (=ανάποδα): τα χάπια. Συνήθως χρησιμοποιείται για ναρκωτικά σε μορφή χαπιού, όπως πχ το ecstasy. Αλλιώς λέγονται και κουμπιά.

Έχω κατεβάσει τόσα πιαχά που ό,τι και να μου λες δεν σε καταλαβαίνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρέζα (εναλλαγή των συλλαβών της λέξης).

Συνώνυμα: ζα, ζαμπόν, ζουζού.

Ρε φίλε, μήπως παίζει καμιά ζαπρέ να με φτιάξεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος με αναγραμματισμό. Παρουσιάστηκε στο γνωστό τραγούδι των Locomondo.

«Έχει τα κέφια του ο Drogba και φέρνει βόλτες ο φοσμπά.»

(από Vrastaman, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαύρο (συγκάλυψη όταν υπάρχουν στρουμφάκιακοντά). Χασίς, μαριχουάνα, χόρτο.

Άσε μαλάκα, ήπιαμε ένα τρίφυλλο Έλληνα και κλάσαμε πάνω μας!

Δες και ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης φούντα που λέγεται όταν βρίσκονται άλλοι στον χώρο.

Βγαίνει από τη φούντα του χόρτου (σαν φυτό) πριν κοπεί.

Πάμε πρώτα για κάνα νταφού και μετά πάμε να αράξουμε στη Μαρία, ε;

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο στα ποδανά. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον γάρο.

Ψηλέ, έλα να σκίσουμε ένα γαροτσί πριν μπούμε στο σινεμά.

Got a better definition? Add it!

Published

Το τριπάκι στα ποδανά.

Πηγή: Urga.

- Τι έπαθε αυτός κι είναι έτσι;
- Πακιτρί και την άκουσε!

Kitty Rap (από Vrastaman, 11/03/09)Καβουροσλανγκόσαυρος σε τριπάκι (από Vrastaman, 11/03/09)Καβουροσλανγκόσαυρος σε τριπάκι (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νηφάλιος στα ποδανά, ή κατά το αναγραμμαντείο.

Πηγή: Παυλέας.

Είστε φαλήνιοι, ή τρίπιτο πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαροκάνικο στα ποδανά.

Πηγή: Ιωάννης Μέλας.

Δώσε μας λίγο κιφ, λίγο ρόκομα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε σαν ερώτηση σε άτομα του συναφιού μας μπροστά σε κόσμο, για να μάθουμε αν «παίζει τίποτα», δηλαδή αν έχει ο ερωτώμενος κάτι, συνήθως ουσίες.

- Πού είσαι ρε μαλάκα, τι λέει, όλα καλά;
- Καλά ρε φιλαράκι, ζειπαί ποτατί;
- Γαμησέτα ρε φίλε, δέ ζειπαί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified