Μάρκα τσιγάρων που καπνίζει ο Τράκαμαν.
Βλ. και Τρακαστράτος.
- Τι τσιγάρα καπνίζεις;
- «Απ' όλων».
Και απόλλων τσιγάρα, τράκα
Got a better definition? Add it!
Η μάρκα τσιγάρων του μεγάλου τρακαδόρου. Προκύπτει από το:
τράκα + Παπαστράτος = Τρακαστράτος
Βλ. και Απόλλων.
-Φέρε ένα τσιγαράκι ρε φιλαράκι... -Άντε πάρε πάλι. Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω δει ποτέ τι τσιγάρα καπνίζεις... -Ε... Τρακαστράτο μωρέ...
Got a better definition? Add it!
Η μπύρα, αλλά στα πολύ μάγκικα. Από το μπύρα + ηρωίνη.
- Τι λες, πάμε να πιούμε καμιά μπυρωίνη; - Μίλα κανονικά ρε ηλίθιε να συνεννοηθούμε!
Βλέπε και κρασίς. Παρόμοιες λεξιπλασίες: εμπυρία, Μπιρλανδία, μπυρασφάλεια, μπύρινγκ, μπυρίτσουαλς, μπυρουέτες, όπου φτωχός κι η μπύρα του.
Got a better definition? Add it!
1) Πρόκειται για όρο ενδεικτικό της κατάστασης μιας απεριποίητης ηβικής περιοχής, η οποία θυμίζει έντονα τον επεξηγούμενο όρο.
2) Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.
1) Η Λυδία, μεγάλη φούντα... Ρώτα όλους τους πρώην της. 2) Στο πάρτυ θα έχει φούντα ή να φέρω από το σπίτι;;;
Σχετικά με το 2): φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.
Συγκεκριμένα στην ακατέργαστη μορφή του, όπως κόβεται απ' το αντίστοιχο δενδρύλλιο.
-Μάγκες, υπάρχει καθόλου φούντα, να ψωνίσουμε; -Όχι, μόνο σοκολάτα υπάρχει. -Αυτή να την πιείτε εσείς.
Σχετικά: φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
Got a better definition? Add it!
Μπάφος, τσιγαριλίκι. Βγαίνει από το «γάρος» (το οποίο βγαίνει από το «τσιγάρο»).
Τι θα γίνει, θα πιούμε κανα ρο;
Got a better definition? Add it!
Κοκό σανέλ ή αλλιώς κοκαΐνα, την πίνουν πλούσιοι, φτωχοί, celebrities, πιτσιρικάδες, gay, ΟΛΟΙ. Άλλοι φερμάρουν για να την βρουν, άλλοι πουλάνε, άλλοι στήνονται. Ακριβό, καλό και σκληρό ντρόγκι.
Got a better definition? Add it!
Η ζυγαριά. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενος στη ζυγαριά της οποίας ο ρόλος είναι το ζύγισμα συνήθως μπάφου αλλά και λοιπών ναρκωτικών ουσιών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από την ελληνική λέξη μπάφος. Συνήθως έτσι ονομάζεται ο μπάφος στα σπίτια των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν κυρίως στο UK.
- Yo chickano στρίβουμε κάνα μπέιφ;
- Άντε κάνε δουλειά chiiiiiiiiiiiiiiick.
Got a better definition? Add it!
Ινδική κάνναβη, φούντα. Συναντάται και στον ενικό χαϊδευτικά ως τουφί, αλλά και στον πληθυντικό ως τούφες ή τουφιά.
- Άστα φίλε! Τώρα με τις φωτιές στην Πελοπόννησο θα πούμε το τουφί τουφάκι...
- Γιατί το λες αυτό ρε Χρηστάρα;
- Ε, τί; Με τόσα μπαφόδεντρα που κάηκαν; Θ' ανέβουν σίγουρα οι τιμές!
Got a better definition? Add it!