Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος διακίνησης ναρκωτικών (κυρίως ζαπρέ ή χαπιώνε), συνήθως σε φυλακές.

Το πράμα τοποθετείται σε καλά λιπασμένη καπότα, προσεκτικά δεμένη στην άκρη με σπάγκο. Το υπόθετο χώνεται στην σούφρα ή / και στην μουνότρυπα του βαπορακίου, ενώ ο σπάγκος κρέμεται απ έξω για εύκολη αφαίρεση. Αμα τη αφίξει στον προορισμό, το υπόθετο καθαρίζεται από μεζέδες και η άσπρη προωθείται στους αδημονούντες ζέους.

1. Ταξίδευε από τον Πειραιά στη Σύρο έχοντας μέσα της ένα… υπόθετο γεμάτο «σκληρά» ναρκωτικά, μια νεαρή γυναίκα που εντοπίστηκε από άνδρες της Ασφαλείας Ερμούπολης κατά την άφιξη της στο νησί με το πλοίο της γραμμής!

2. Ταξίδεψαν μαζί στην Αθήνα για να αγοράσουν ναρκωτικά οι δύο φίλοι από τον Βόλο. Για να μην τους εντοπίσουν οι αστυνομικοί, ο μεγαλύτερος τα έκρυψε σε ευαίσθητο σημείο του σώματός του ως… υπόθετο και ανέθεσε την οδήγηση στον ανήλικο φίλο του!

3. Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν διαχωρίσει την ποσότητα ηρωίνης και την είχαν μετατρέψει σε οκτώ υπόθετα.

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995), σελ.91.

Υπόθετο με μεζέ (από σφυρίζων, 22/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν γουγλίζεται και δε γκζέρω αν λέγεται ακόμα, αλλά εκεί στα έρλjυ ενενήνταζ εμείς μιά φορά το λέγαμε για τις μπόμπες.

Πράγμα που μου θυμίζει τον άλλονε που είχε γράψει ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο το στολίσναγιαν όλη μαζί η οικογένεια. Ε, πώς να μη μαραθεί το τσαμένο...

- Πω ρε πούστη μου, τι μαζούτ ήταν αυτό που μας πότισε ο δικός σου χτες το βράδυ; Ακόμα έχω τσουκνίδες στον εγκέφαλο.
- Όχι και μαζούτ ρε μαλάκα, αυθεντική βότκα ξέρναγια ήτανε, και με ταινία γνησιότητας μάλιστα. Έχει την αντιπροσωπεία ο άθρωπας σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.

Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.

Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.

Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».

Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).

  1. - Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!

  2. φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
    θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
    (Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).

  3. - Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
    - σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο προς αφόδευσης αρωγήν αποσκοπών καφές (π.χ. σκέτος αχτύπητος φραπές).

  2. Ο κακής ποιότητας καφές.

  3. Η γνωστή ομόηχη εφημερίς, η οποία θεωρείται κατάλληλη για ανάγνωση στο αποχωρητήριο.

  1. Έτσι όπως έχω στουμπώσει, μόνο ένας χεσπρέσσο θα με σώσει.

  2. Χέσπρεσσο τον έκανες, να χέσω τον Γκλούνευ μου μέσα!

  3. Η γιαγιά μαζί με τους Financial Times πήρε και την χεσπρέσσο και χάθηκε στο βάθος της αυλής.

Δουλεύει στη μονάδα παραγωγής της Χεσπρέσο Πάππας (από GATZMAN, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.

Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.

Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.

Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.

- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)

- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)

Eκπληκτικό σόλο βιολί από τον John Blake, Jr (από MXΣ, 14/03/11)

βλ. και κούφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριοζούμι, δηλαδή αποσταγμένο ζουμί από κοριούς είναι ένας μειωτικός αστειατόρικος χαρακτηρισμός για διάφορα υγρά, των οποίων αμφισβητούμε την ποιότητα της σύστασης.

Κυρίως για τα εξής:

  1. Ειδικά για το ουίσκι. Άλλοτε χαρακτηρίζεται γενικά το ουίσκι ως κοριοζούμι, για να υποτιμηθεί σε σχέση με άλλα ποτά, ενώ άλλοτε ως κοριοζούμι αναφέρεται η κακή ποιότητα ουίσκι. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ο όρος κοριοζούμι χρησιμοποιείται κυρίως για το ουίσκι.

  2. Για αλκοολούχα ποτά κακής ποιότητας, για ξίδια.

  3. Για θεραπευτικά σκευάσματα και αλοιφές συχνά εναλλακτικής ιατρικής, για να τα στιγματίσουμε ως κομπογιαννίτικα (κομβοϊωαννίτικα κατά Χότζα).

Πρβλ. και σκόνη για κορέους.

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. Ως ουίσκι:
    α. Το red για μένα είναι «κοριοζούμι» ... είμαι λίγο μυστήριος διότι είναι μικρή η ζωή για κακό ουίσκι. (Whiskyforum.gr).

β. To σεξουαλικό αντίστοιχο είναι «πηδάει τη γυναίκα του ιεραποστολικά κάθε σάββατο απόγεμα». Και για το κοριοζούμι πάλι δε σε πιάνω, σ αρέσει η γεύση στο πρώτο, δεύτερο, άντε τρίτο ποτήρι και μετά σου ξυνίζει; Δε γίνεται. Με την αλκοολικιά τι παίχτηκε, πήδηξες ή ου; Τι θα πει δε μπορείς να πιείς υπερβολικά πολύ για να μεθύσεις; (Phorum.gr).

γ. Κατι σαν το ουισκυ....κοριοζουμι απο την αρχη ...αστα να πανε
Ενω η τσικουδια εχει μεσα τηs αυτο το κατι ...σε τραβαει σε κανει ενα με το κεφι το ...ουισκυ τι να σου κανει;;; Αγγλοι χλεχλεδεs μπλιαχ....οι βρωμαδερφεs εκει... (bourdela.com).

  1. Ως άλλα ποτά:

α. Δεν με δουλεύουν οι άσχετοι της Achel που ξαφνικά είδαν ότι μπορούν να βγάλουν χρήμα πουλώντας μοναστηριακή μπύρα, γιατί έχει γίνει της μόδας και αποφάσισαν να εμφιαλώσουν το κοριοζούμι που έπιναν αυτοί χρόνια στην αυλή του μοναστηριού. Και προσωπικά δεν συμμερίζομαι κανέναν Αδελφός Thomas και Αδελφός Antoine … το αποτέλεσμα με ενδιαφέρει, που είναι μια ξιδόμπυρα. (Εδώ).

  1. Ως θεραπευτικό σκεύασμα ή αλοιφή:

α. Μα καλά ρε φίλε, άν είχα υγειηνή διατροφή και άσκηση ποιός ο λόγος να πάρω το κοριοζούμι που με ταίζεις; (Εδώ).

β. Αμα εσύ τον θές πολύ κ κάνεις κινήσεις γεμάτες αυτοπεποίθηση οτι θα πέσει τότε κ με κοριοζούμι να τον αλείψεις πάλι τα ίδια αποτελέσματα θα έχεις.Προφανώς αυτό είναι κάποιο είδος μέντας.Εσύ παρε μέντα απλή+αμυγδαλέλαιο ή λάδι ζοζομπά κ τριφτον! (Θεοσοφία).

(από Khan, 16/02/11)Koriozoumi (από malakia, 20/04/11)

Βλέπε και αγροτικό, θήβας ρήγκαλ, λιωσέ κουέρβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι γνωστό από την αρχαιότητα ότι ο άνθρωπος, όταν είναι τσακωμένος με τα σαπούνια, είναι παραγωγός των πλέον βρωμερών οσμών που έχουν καταγραφεί στο γνωστό σύμπαν. Αυτό που ταλαιπωρεί όμως ακόμη τους επιστήμονες αλλά και τους ερασιτέχνες είναι το κατά πόσον τα πρωτεία στον άτυπο αυτό διαγωνισμό μπόχας κατέχουν τελικώς οι άντρες ή οι γυναίκες.

Ξεκινώντας, θα ήθελα να καταθέσω ότι από την βρεφική ηλικία ξεκινάει η παραγωγή απίστευτης μπόχας, την οποία οι δυστυχείς αποδέκτες δεν μπορούν να εκτιμήσουν δεόντως διότι είναι στις περισσότερες περιπτώσεις οι (ευτυχείς;) γονείς του μποχοπαραγωγού βρέφους και άρα μη αντικειμενικοί κριτές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη έκδοση κωλίλας είναι ανεξάρτητη φύλου (gender-neutral για τους αγγλομαθείς), αλλά από τη νηπιακή ηλικία και όσο το άτομο βαδίζει προς την ενηλικίωση, η παραγωγή μπόχας εξειδικεύεται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όπως ίσως είναι αναμενόμενο, η εξέλιξη της προαναφερθείσας μπόχας συνεχίζει να είναι κοινή σε άνδρες και γυναίκες και επιτείνεται από την ύπαρξη ταρζανιδίων (εντάξει, πιο συχνά σε άνδρες λόγω τριχοφυίας, αλλά... τέσπα, δεν θέλω να μπω στο θέμα αυτό...).

Σε εκτενείς έρευνες διακεκριμένων επιστημόνων έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η μουνίλα σ' όλες τις εκδοχές της είναι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η μποχοπαραγωγική δεινότητα των γυναικών, με κορωνίδα την «των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)». Η συγκεκριμένη μπόχα έχει οδηγήσει τους άντρες στην εφεύρεση ειδικών αντιμποχικών τεχνικών (βλ. τεστ ντράιβ) προς αποφυγήν δυσάρεστων εκπλήξεων.

Σ' ό,τι αφορά τους άντρες τα πράγματα είναι περιέργως πιο πολύπλοκα. Ενώ στις γυναίκες γίνεται λόγος για διαφορετικά είδη της ίδιας μπόχας (μουνίλα), στους άντρες υπάρχουν διαφορετικά είδη, των οποίων το τυρί αποτελεί τη ναυαρχίδα και αποστωμοτική απάντηση στις γυναίκες για λόγους που εξηγούνται παρακάτω. Έτσι, η ανδρική προσπάθεια ξεκινάει από την generic βαρβατίλα. (κατά ironick: Xμμμ, λοιπόν, η μυρουδιά της βαρβατίλας είναι κάτι που σε παίρνει από τα μούτρα, ξεπερνά την ιδρωτίλα, θέλω να πω δεν είναι απλή ιδρωτίλα, είναι συνολικότερη απλυσιά (ποδαρίλα, κωλίλα, αρχιδίλα, πουτσίλα, απλυτοτζηνίλα, τσιγαρίλα, τσίκνα στα ρούχα, μαλλίλα) σε συνδυασμό με τις εκκρίσεις τεστοστερόνης από κάθε πόρο και αδένα του δέρματος. Η βαρβατίλα σαφώς ξεφεύγει από απλή μυρουδιά, είναι στενότατα συνδεδεμένη με όλο το πορτραίτο που έδωσε ο Κνάσος. Πχ. δεν νοείται βαρβατίλα σε έναν λεπτοκαμωμένο άτριχο ξενερωτούλη άντρα. Κι ας μυρίζει αυτός κάτι από τα παραπάνω ή όλα μαζί. - και ποιοι είμαστε εμείς να διαφωνήσουμε με μία τόσο εμπεριστατωμένη ανάλυση άλλωστε...) Μεγάλο μέρος και μυστικό συστατικό της επιτυχίας της βαρβατίλας είναι βέβαια η ύπαρξη ουρδεσάνς, πολλώ δε μάλλον της ίδιας της ούρδας. Η ούρδα και η προαναφερθείσα εσάνς σχετίζεται κυρίως με τ' αρχίδια, αλλά η τελειότης επιτυγχάνεται διά του πέους.

Το φαινόμενο της αλμυρόπουτσας είναι η ένδειξη και το υπόβαθρο θα λέγαμε για την παραγωγή τυριού, αυτού που στην πρωτοποριακή εργασία του ο χρήστης bladerunner82 αποκάλεσε φετέισον. Η συνταγή για την παραγωγή τυριού είναι πολύπλοκη και επίπονη. Μία βασική διαφορά μεταξύ της τοπ μουνίλας (καμένο ντουί) και του τυριού εστιάζεται ακριβώς στο γεγονός ότι η μεν πρώτη είναι αυτοπαραγώμενη, το δε δεύτερο χρειάζεται την συνεχή κι επίμονη προσπάθεια εκ μέρους του ανδρός. Η απλυσιά σε συνδυασμό με την μη αλλαγή σώβρακου για περίοδο που κυμαίνεται από 2 εβδομάδες μέχρι και 3 μήνες (ανάλογα με την ωρίμανση που επιθυμεί να πετύχει ο παραγωγός) είναι βασικά συστατικά και πλαισιώνονται από μία σειρά άλλων ενεργειών όπως η ειδική διατροφή με αλλαντικά (ο παστουρμάς δε βλάπτει) και αλκοόλ και βέβαια η απουσία τινάγματος του πέους μετά την ούρηση, ώστε να μη χαθούν από την τυροπαραγωγική διαδικασία οι πολύτιμες τελευταίες σταγόνες ούρων.

Το τυρί μπορεί να διαφέρει από παραγωγό σε παραγωγό ως προς την υφή, τη σκληρότητα (οι περισσότερες ποικιλίες είναι του είδους «αλοιφή» ή «spread»), το χρώμα (λευκό ως μπεζάκι) και βέβαια την οσμή, για να μη μιλήσουμε για τη γεύση και χαθεί κάθε έννοια σεβασμού και σοβαρότητος προς το κοινό και τους θεσμούς... Σε κάθε περίπτωση πάντως, το προκύπτον μείγμα είναι εκρηκτικό, ιδίως αν συνδυάζεται με την ύπαρξη ούρδας και ταρζανιδίων στο ίδιο πακέτο. Η τελευταία αυτή περίπτωση απλά δεν παλεύεται και είναι εκτός οποιουδήποτε συναγωνισμού.

Τέλος, το τυρί επιδρά καταλυτικά σε 4 αισθήσεις (όσφρηση, γεύση, όραση και αφή) ενώ το καμένο ντουί στην καλύτερη περίπτωση σε 2 (όσφρηση και γεύση). Η ακοή επηρεάζεται παρομοίως και από τις δύο μπόχες.

Για τους επίδοξους τυροπαραγωγούς, αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν αποκλειστική προϋπόθεση για Α' ποιότητος προϊόν αποτελεί η μη ύπαρξη περιτομής, αν και έχουν καταγραφεί και συμπαθητικές προσπάθειες από τους «κομμένους».

σλανγκασίστ - πνευματική μητέρα: ironick (ευχαριστώ)

αατα

- Αγάπη μου, θα μου κάνεις μία πίπα;
- Μπα, νηστεύω τα γαλακτοκομικά.
- Ε;
- Εξ και ξερός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified