Selected tags

Further tags

Πίνω τσιγάρο με μαύρο, μαστουρώνω.

Σειρά, έχω ένα ψημένο, πάμε στο δασάκι να τον πνίξουμε τον αράπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαύρο άριστης ποιότητας που σε κάνει και βλέπεις τον Χριστό φαντάρο.

ρε δικέ μου τι δηλητήριο ήταν αυτό; Έχω κουδουνιάσει τελείως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω πάρα πολύ. Πίνω τον Βόσπορο. Αγγλιά («to drink one's weight») που ακούγεται στον ύμνο των James «Getting away with it».

Είναι γερό ποτήρι, σου λέω. Κάθε βράδι γυρίζει τα μπαρ της Λεωφόρου Νίκης και πίνει το βάρος του.

Στο 2:42 (από allivegp, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρό φτιάξιμο που προκαλείται από τη συνδυασμένη κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών, ή και εν γένει κατάσταση βαρείας προχωρημένης μέθης.

Ξεκινήσαμε το μεσημέρι με τσίπουρα, μετά το γυρίσαμε στις μπύρες για να ξεπλυθεί το στόμα και ύστερα πήγαμε για τρίφυλλα. Ήπιαμε και κανα δυό γραμμές. Κατά το βραδάκι λέμε δεν πάμε και για κανένα ποτό; Τελείως τούρνα μιλάμε.

Για συνώνυμα της μέθης δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάπι βαρβιτουρικό / ηρεμιστικό ή χάπι / σιρόπι κωδεϊνούχο / αντιβηχικό, ως εκ της αποχαυνωτικής του επιδράσεως.

- Ρε συ τι έπαθε ο Σάκης κι ήτανε σαν φάντασμα; - Ε πλακώθηκε στους υπναρούληδες πάλι, τι να πάθει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαφνικό και απότομο ανέβασμα στη μαστούρα, σε διάστημα έως και 30΄από το σβήσιμο του μπάφου, ενδεικτικό της καλής ποιότητας του μαύρου.

-Άντε, θα πάμε για καμιά φραπεδιά; -Ωχ, δικέ μου, άραξε τώρα, έφαγα μια σφαλιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για την καλής πχιόττας και φρέσκια ζουζού, η οποία, στο κουτάλι όπου την καις, σπαρταράει και καλούα σαν το ετοιμοθάνατο αλλά ακόμα ζωντανό έρμο ψάρι στο καφάσι του ψαρά. Με αυτήν δεν έχει ντέρτι, λέμε τώρα.

Έλα από το σπίτι απόψε να γίνουμε, έχω καλό σταφ. Σπαρταράει στο κουτάλι μιλάμε!

(από joe909, 30/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαμπουκάδες: σημαίνει και τζιβάνες, κομμένα χαρτάκια, χαρτονάκια, κοτσάνια φούντας, καπνούς, σκισμένα πακέτα τσιγάρων και γενικώς όλη τη βρομιά που απομένει στο τραπεζάκι μετά από το στρίψιμο και την κατανάλωση των μπάφων, αδιάψευστη μαρτυρία και κάρφωμα της προηγηθείσας ευωχίας.

- Άντε ρε μαλάκες, ξεκολλάτε να πάμε για καμιά πάστα. - Καλά, μάζεψε τους τσαμπουκάδες και την κάνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει επίσης και τον τρίφυλλο μπάφο, κατά το στάδιο της κατασκευής του, η οποία πρέπει να είναι επιμελής, κοπιώδης και με μεράκι.

Άντε μεγάλε τί θα γίνει, θα κάνεις κανένα εργόχειρο να την ακούσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος χρήσης της κοκό, εισπνοή από την μύτη.

Μου 'πε για τους 7 νάνους που ήπιαν μύτους την χιονάτη.

(απόσπασμα από hip-hop τραγούδι «Παραμυθάκι» του Θανάσιμου, δίσκος: Ε-13)

(από LoNas, 21/06/11)(από Vrastaman, 21/06/11)

Βλ. επίσης μύτινγκ, ρουθουνιά, μυτιά, σνιφάκι, καπακιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified