Πίνω τσιγάρο με μαύρο, μαστουρώνω.
Σειρά, έχω ένα ψημένο, πάμε στο δασάκι να τον πνίξουμε τον αράπη;
Πίνω τσιγάρο με μαύρο, μαστουρώνω.
Σειρά, έχω ένα ψημένο, πάμε στο δασάκι να τον πνίξουμε τον αράπη;
Got a better definition? Add it!
Μαύρο άριστης ποιότητας που σε κάνει και βλέπεις τον Χριστό φαντάρο.
-Ω ρε δικέ μου τι δηλητήριο ήταν αυτό; Έχω κουδουνιάσει τελείως.
Got a better definition? Add it!
Πίνω πάρα πολύ. Πίνω τον Βόσπορο. Αγγλιά («to drink one's weight») που ακούγεται στον ύμνο των James «Getting away with it».
Είναι γερό ποτήρι, σου λέω. Κάθε βράδι γυρίζει τα μπαρ της Λεωφόρου Νίκης και πίνει το βάρος του.
Got a better definition? Add it!
Χοντρό φτιάξιμο που προκαλείται από τη συνδυασμένη κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών, ή και εν γένει κατάσταση βαρείας προχωρημένης μέθης.
Ξεκινήσαμε το μεσημέρι με τσίπουρα, μετά το γυρίσαμε στις μπύρες για να ξεπλυθεί το στόμα και ύστερα πήγαμε για τρίφυλλα. Ήπιαμε και κανα δυό γραμμές. Κατά το βραδάκι λέμε δεν πάμε και για κανένα ποτό; Τελείως τούρνα μιλάμε.
Για συνώνυμα της μέθης δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Χάπι βαρβιτουρικό / ηρεμιστικό ή χάπι / σιρόπι κωδεϊνούχο / αντιβηχικό, ως εκ της αποχαυνωτικής του επιδράσεως.
- Ρε συ τι έπαθε ο Σάκης κι ήτανε σαν φάντασμα; - Ε πλακώθηκε στους υπναρούληδες πάλι, τι να πάθει;
Got a better definition? Add it!
Ξαφνικό και απότομο ανέβασμα στη μαστούρα, σε διάστημα έως και 30΄από το σβήσιμο του μπάφου, ενδεικτικό της καλής ποιότητας του μαύρου.
-Άντε, θα πάμε για καμιά φραπεδιά; -Ωχ, δικέ μου, άραξε τώρα, έφαγα μια σφαλιάρα.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για την καλής πχιόττας και φρέσκια ζουζού, η οποία, στο κουτάλι όπου την καις, σπαρταράει και καλούα σαν το ετοιμοθάνατο αλλά ακόμα ζωντανό έρμο ψάρι στο καφάσι του ψαρά. Με αυτήν δεν έχει ντέρτι, λέμε τώρα.
Got a better definition? Add it!
Τσαμπουκάδες: σημαίνει και τζιβάνες, κομμένα χαρτάκια, χαρτονάκια, κοτσάνια φούντας, καπνούς, σκισμένα πακέτα τσιγάρων και γενικώς όλη τη βρομιά που απομένει στο τραπεζάκι μετά από το στρίψιμο και την κατανάλωση των μπάφων, αδιάψευστη μαρτυρία και κάρφωμα της προηγηθείσας ευωχίας.
- Άντε ρε μαλάκες, ξεκολλάτε να πάμε για καμιά πάστα. - Καλά, μάζεψε τους τσαμπουκάδες και την κάνουμε.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει επίσης και τον τρίφυλλο μπάφο, κατά το στάδιο της κατασκευής του, η οποία πρέπει να είναι επιμελής, κοπιώδης και με μεράκι.
Άντε μεγάλε τί θα γίνει, θα κάνεις κανένα εργόχειρο να την ακούσουμε;
Got a better definition? Add it!