Ο μονίμως μαστουρωμένος.
Ο μαστούρας (Μάρκος Βαμβακάρης, 1934).
Ο μονίμως μαστουρωμένος.
Ο μαστούρας (Μάρκος Βαμβακάρης, 1934).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο τοξικοεξαρτημένος που είναι εθισμένος με τη δόση του. Κατά την περίοδο της πανδημίας Covid-19 χρησιμοποιήθηκε από αντιεμβολιαστές για να σατιρίσουν όσους λάμβαναν πολλαπλές δόσεις εμβολίων κατά του κορονοϊού. Είχε προηγηθεί χρήση του για τους εξαρτημένους Έλληνες από την εκταμίευση των δόσεων που συνδέονταν με τα μνημόνια. Βλ. και DOSάκιας / ντοσάκιας.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Μηχανή ήμουν τόσα χρόνια μου χαλάσατε όμως το σασμάν. Μη μου δίνετε κανόνια θα σας γίνω ταλιμπάν.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Τι μου δίνετε αλήθεια τρώω μάλλον κάποιο ψεκασμό. Μου πουλάτε παραμύθια που θολώνουν το μυαλό.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο τοξικομανής μυτάκιας.
Το έχει κάψει τελείως από την κόκα ο αλευρομύτης.
Got a better definition? Add it!
Ο ειδικός στο χόρτο, ο χορταράκιας ή χορταρέας. (Δες).
Πάμε στον Μάκη να σου βρει ό,τι νταφού θες, είναι μεγάλος βοτανολόγος!
Got a better definition? Add it!
Ο πετράς, αυτός που ασχολείται με την επεξεργασία λίθων, αλλά και ο μαστουρωμένος εκ του αγγλικού stoner. (Δες).
Όλοι πετρατζήδες ήταν μες στο Κάμελ.
Got a better definition? Add it!
Η κατά καιρούς απομάκρυνση από το διαδίκτυο και τα applications του, για λόγους αποτοξίνωσης και ψυχικής υγείας.
Τις επόμενες μέρες δεν θα με βρείτε στο Φέισμπουκ, γιατί κάνω appοτοξίνωση.
Got a better definition? Add it!
Το απόπιομα, αυτό που μένει από το ποτό στο ποτήρι και κατ' επέκταση το κακής ποιότητας κρασί ή άλλο ποτό. Ίσως από το ενετικό vadagno. (Δες).
Μας κέρασε βιδάνιο.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!