Ο γυμνασμένος που το σώμα του είναι σαν σμιλεμένο από γλύπτη.
Πού να ανταγωνιστείς εσύ τώρα τον σμιλεμένο στην παραλία.
Ο γυμνασμένος που το σώμα του είναι σαν σμιλεμένο από γλύπτη.
Πού να ανταγωνιστείς εσύ τώρα τον σμιλεμένο στην παραλία.
Got a better definition? Add it!
Ο γυμνασμένος σωματαράς που είναι σαν να έχει συμπληρωθεί το σώμα του, ενίοτε και με συμπληρώματα διατροφής.
Κυκλοφορούσε με έναν συμπληρωμένο στο νησί.
Got a better definition? Add it!
Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.
Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο διαθέτων απολλώνια κορμάρα, δηλαδή ο γυμνασμένος, ο σμιλεμένος.
Τι να κλάσεις κι εσύ με τον απολλώνιο για τον οποίο σου λέει να μην ανησυχείς.
Got a better definition? Add it!
Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.
Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που παίρνει αναβολικά, για να φτιάξει σώμα τούμπανο.
Άλλος ένας αναβολικάριος πέθανε από ξαφνικίτιδα στα 45 του.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που ξημεροβραδιάζεται στο γυμναστήριο, για να φτιάξει σώμα.
Got a better definition? Add it!
Ο γυμνασμένος, ο μπόντι-μπίλντερ, αυτός που έχει σφιχτό σώμα.
Άρχισε το γυμναστήριο έγκαιρα και βγήκε δεμένος στην παραλία.
Got a better definition? Add it!
Ο ογκώδης μπόντι-μπίλντερ.
Βγήκε ο κρεατίλας στην παραλία να μας μοστράρει την κορμάρα.
Got a better definition? Add it!