Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.
Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...
Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.
Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...
Got a better definition? Add it!
Άραξε - ηρέμησε. Αυστηρώς από άτομα που ψάχνουν την προσοχή.
- Μου έχει πει ο ένας να πάμε για καφέ, η άλλη για σινεμά με την παρέα της και ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στο συνεργείο. Τι να πρωτοκάνω, έλεος.
- Τσίλαρε, θα τα βολέψεις όλα.
Got a better definition? Add it!