Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.

  2. Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.

-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χύσι και την ντουλάπα. Αποθήκη σπέρματος. Χρησιμοποιείται για την έχουσα πολλούς ερωτικούς συντρόφους.

Πότε θα ωριμάσουμε επιτέλους σεξουαλικά σαν έθνος; Όλες φοβούνται να μας δείξουν τα ταλέντα τους φοβούμενες κάποιο ηλίθιο κοινωνικό στίγμα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Ξαφνικά η κάθε χυσοντουλάπα έγινε πριγκιπέσσα!

Στο 1.30 το παράδειγμα (από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρνει φλόκια, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα. Είναι η φλακιόλα σου. Όλοι έχουμε μια φλακιόλα (έστω και στη φαντασία μας).

Αχ αυτή η φοιτητριούλα θα 'θελα να ήταν η φλακιόλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που πάει με ΑΠΑΝΤΕΣ.

-Φίλε, εχθές γάμησα τη Μαρία. Εντωμεταξύ αυτή, έχει πάει με τον Πέτρο, τον Κώστα, το Δημήτρη, τον Αντρέα, τον Τάσο, ακόμα κι ο μανάβης της γειτονιάς την έχει πηδήξει.
-Ποια Μαρία λες ρε; Αυτή που της είχα ξεσκίσει τα βάρδουλα προχθές και την ίδια ώρα έπαιρνε τσιμπούκια από το Μιχάλη; Σου λέω είναι τσουτσουνοπαίρνοβα η γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκόμενας (συνήθως νεαρής ηλικίας) η οποία δεν χορταίνει τον πούτσο, κατά κύριο λόγο τρέφεται και αναπτύσσεται με αυτόν...

- Πω! ρε φίλε, με τάραξε η πεονύμφη, με άφησε μισό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο περιπλανώμενος αυνανιστής της σύγχρονης Ελλάδας, (γεν.) μαλάκας.

Τι τρομπαδούρος, έχωσε το δάχτυλό του στην αλυσίδα του ποδηλάτου του εν κινήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.

Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!

Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.

Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.

- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified