Βρακί [sic] αυτοκινήτου / εσώρουχο με τρύπα: αποκαλείται το εσώρουχο με τρύπα στο επίμαχο σημείο (βλ.μήδια).

Η σχετική τρύπα προσφέρει εύκολη πρόσβαση χωρίς να χρειαστεί να ξεβρακωθείς εντελώς σε αυτό το τόσο άβολο (αλλά και τόσο ερεθιστικό κατά περίπτωση) χώρο διεξαγωγής σεξουαλικών περιπτύξεων.

Απλά σηκώνεις το μινάκι και γίνεται η δουλειά όπως πρέπει.

Βεβαίως το ίδιο εσώρουχο μπορεί να φορεθεί παντού, στο σπίτι, στο γραφείο, στην εκδρομή και προσφέρει την αβάντα της άμεσης αρπαχτής.

Ας σημειωθεί ότι οι κυρίες καλύτερα να το δοκιμάζουν πρώτα, δεδομένου ότι η τρύπα του βρακιού δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμπέσει με την τρύπα του αιδοίου. Αν διαθέτουμε μεγάλο κώλο ή είμαστε ψηλές, μπορεί η τρύπα να βρεθεί στο ηβικό οστό, οπότε τσάμπα τα λεφτά.

(στο κατάστημα εσωρούχων)
- Ρένα μου, ήρθα με κέφια για κάτι καλό, τί μου 'χεις;
- Έλα, ήρθες στον άνθρωπό σου, έχω φέρει κάτι καλά αυτοκινήτου να τον αφήσεις σέκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που μια γυναίκα τον έχει βάλει μέσα στο βρακί της, και είναι ωσεκτουτού μουνόδουλος, μουνοείλωτας, χαζομούνης, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος κ.τ.ό.

Μπορεί να έχει και λίγο πιο καυλή έννοια όταν σημαίνει κάποιον που κυνηγάει πολύ το μουνί ως μουνάκιας. Δεν είναι βέβαια καλό κι αυτό, καθώς δηλώνει εξάρτηση, ωστόσο μπορεί η έμφαση να πέσει στο ότι ο κιλοτάκιας είναι γαμίκουλας και όχι μόνο στη μουνοδουλίασή του. Συνήθως πάντως ο όρος είναι μειωτικός, επικεντρώνοντας στην έλλειψη ανεξαρτησίας του κιλοτάκια.

  1. Ορισμός εδώ: Κιλοτάκιας: Κατευθυνόμενα ανδρίδια που χαίρουν μετριότατης εκτιμήσεως και από τις ίδιες τις συντρόφους, μανάδες, φιλενάδες, αδελφάδες που τους κατευθύνουν, διότι τον κατευθυνόμενο πολλές τον επόθησαν, ελάχιστες τον εκτίμησαν.

  2. Εδώ πλήρης ανάλυση:

Είδος ανδρός ανεξάντλητο, αειθαλές και αεικίνητο. Από δω στρίβεις το κεφάλι, από το κει το πας να σου και ένας κιλοτάκιας με χαμόγελο crest να σε κοιτά και να σου λέει: «δεν θα πεθάνω ποτές, ό,τι και αν λες, όπου και αν πας, εδώ κοντά μου θα γυρνάς!».

Διάβαζα τις προάλλες τον «BHMagazino» και «τα λόγια της πιάτσας» του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου. Κάπου στα λήμματα της Μπεο-Ψωμιαδο-Μαρινακικής και λοιπών περιόδου, εντοπίζω και το εκ της τελευταίας εσοδείας λήμμα της ελληνικής- προσαρμοζόμενο στα ποδοσφαιρικά- «κιλοτάκιας» που αποκαλεί ο προσφιλής Αχιλλεύς Μπέος βεβαίως – βεβαίως, κάποιον άγνωστο από τον Βόλο. «Τι με λες;» είπα στον εαυτό μου, «έχουν τέτοιους και οι ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω;».

  1. «Καλύτερα σεισμόπληκτος, ζητιάνος και πρεζάκιας, παρά κυριλέ χλεχλές λούλης και κιλοτάκιας». (Από τους στίχους εδώ).

(από Khan, 17/04/13)Στο 2.00. (από Khan, 17/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified