Χύμα, ανοργάνωτα, ασύντακτα. Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης. Για πρόσωπο συνώνυμο είναι και ο σκόρπιος.

Από το τουρκικό salma που, μεταξύ άλλων, σημαίνει απελευθερώνω και, ιδίως, αφήνω ζώο ελεύθερο να βοσκήσει.

Υπάρχει και άλλη, μη σλανγκ, χρήση. Αυτή για το αυτοφυές χορτάρι που κόβεται και δίνεται αποξηραμένο σαν ζωοτροφή.

Βλ. και άρτσι μπούρτσι και λουλάς, χύμα, χυμαδιό, χημείο.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

Το λήμμα σαλματζής μάλλον ετυμολογείται από εδώ.

  1. - Πώς και δεν ξαναβγήκε ο δήμαρχος ρε συ;
    - Αυτοί ξεκινήσανε με το σκεπτικό ότι θα βγουν από την πρώτη Κυριακή. Μετά φάγανε την κρυάδα και βρέθηκαν χωρίς σχέδιο. Άσε που όσοι από το ψηφοδέλτιο εξασφάλισαν θέση μετά σταμάτησαν τον αγώνα και δεν βγήκε ο δήμαρχος να τους τεντώσει, να τους βάλει να τρέξουν για την δεύτερη Κυριακή. Άσε, γενικά όλη η παράταξη ήταν λίγο σάλμα.

  2. Από εδώ:

Τώρα από άποψη διατροφής. Όσο έχει χόρτο έξω στη φύση πρωϊ-μεσημέρι βράδυ θερίζω με το χέρι και τρώνε φρέσκο χορτάρι με απίστευτη ποικιλία. Και όπως έγραψα σε άλλη ενότητα ρίχνω και λίγο σάλμα το βράδυ.

(από electron, 23/12/10)αστα χύμα σάλμα!!!!!!! (από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο* **şapşal***. Στα τούρκικα είναι ο ατημέλητος άνθρωπος, ο ασουλούπωτος, ακριβώς ο χαρμπαγιάγκαλος. Μπορεί να σημαίνει και τον χαζό, τον χοντροκέφαλο.

Αυτές οι σημασίες της λέξης φαίνεται να έχουν διατηρηθεί στα Ποντιακά όπου σαψάλ'ς είναι ο τρελός και σε ορισμένα τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας. Στα Επανομίτικα π.χ. σαψάλης είναι ο χαζοχαρούμενος, ο τύπος που είναι κομμάτι λέτσος και αλαφροΐσκιωτος. Και στο Σερραϊκό ιδίωμα σαψάλης είναι πάλι ο τρελλαμένος, ο πειραγμένος - εξ ου και οι σαψάληδες fans του Πανσερραϊκού.

Ωστόσο, στα Ελληνικά η βασική σημασία της λέξης έχει αλλάξει και παραπέμπει κυρίως στην έννοια της διάλυσης, της αποσύνθεσης.

Το παράγωγο ρήμα, σαψαλιάζω, ας πούμε, σημαίνει θρυματίζω ή και κάνω πολτό - παρόμοιο είναι και το κάνω νιανιά.

Σάψαλο ή σαψαλιασμένο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κακομαγειρεμένο φαγητό όπου τα συστατικά δεν ξεχωρίζουν πια - έχουν γίνει μια μάζα. Ή, και ένα ψάρι ή ένα κομμάτι κρέας που παράβρασε και κοντεύει να διαλυθεί. Αλλά, σάψαλο λέμε ότι είναι κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα ερείπιο.

Με την ίδια λογική, σάψαλο είναι και ο άνθρωπος-ερείπιο, το χούφταλο που 'χει το ένα πόδι στον τάφο, ο μουστόγερος - αυτή είναι πια και η πιο κοινή χρήση της λέξης.

  1. (Διάλογος από το blog http://www.kerkinitoday.com)

- Αιντε ρε σαψάλη…μας κάνεις και πολιτική τώρα…άιντε κάνε καμιά δουλειά…χαμένε α χαμένε…
- Κατ’ αρχήν για το «σαψάλη», σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, ένας φίλος μου έλεγε «όταν σε βρίζουν να ξέρεις σε υπολογίζουν».

  1. - Σταμάτα να παίζεις με το ψωμί, ρε νευρικέ ... θα φάνε κι άλλοι ... το σαψάλιασες ... λιαξ αρακατάνγκ τόκανες ...

  2. Θέλω να παρακαλέσω αστυνομικούς και λοιπούς καουμπόηδες να μην πυροβολούν τους νέους. Αν θέλουν οπωσδήποτε να ξεκάνουν κάποιον, ας δολοφονήσουν κάνα σάψαλο, κάνα ραμολιμέντο, κάνα γεροξεκούτη που είναι έτοιμος να τα τινάξει. (σχόλιο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, blackmambo85 στο συσωλήνα)

Υπό προϋποθέσεις, ένα σάψαλο είναι ό,τι πρέπει. (από Galadriel, 27/02/09)(από Galadriel, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified