Ο τύπος «εγέρθητι», η προστακτική του εγείρομαι στην αρχαία ελληνική, στα ναζιστικά νεοελληνικά.
- Όταν μπει ο Φύρερ... Εγέρθουτου!
- Γκούχου γκούχου.
Ο τύπος «εγέρθητι», η προστακτική του εγείρομαι στην αρχαία ελληνική, στα ναζιστικά νεοελληνικά.
- Όταν μπει ο Φύρερ... Εγέρθουτου!
- Γκούχου γκούχου.
Για περισσότερες πληροφορίες, υπάρχει αυτός ο καλός άνθρωπος ο Σαραντάκος που έγραψε ένα σχετικό άρθρο. Χρυσαυγίτικα: αυγά, εγέρθουτου, κασιδιάζω, σκινάς, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλο, χρησοί αβγύ.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκοφωνολογία. Το /j/ είναι το σύμβολο το οποίο χρησιμοποιούμε ενίοτε (και έχει σχεδόν καθιερωθεί) για να περιγράψουμε και να διακωμωδήσουμε ή να σατιρίσουμε την «χωριάτικη» προφορά, την μη «σωστή» δηλαδή, κυρίως την προφορά που έχουν οι κάτοικοι της ΒΔ Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας κά. Μπαίνει μετά το νι και το λάμδα και «μαλακώνει», λιώνει θα λέγαμε, την προφορά τους. Λειτουργεί δηλαδή όπως το «μαλακό σημείο» (ь) των σλαβικών γλωσσών ή όπως το -gn των Γάλλων (πχ στη λέξη oignon, ονιόν = κρεμμύδι).
Έκφραση: «με το νj και το λj».
Κάθε καλοκαίρι που πάει το παιδί στους παππούδες στο Αίγιο, χαλάει την προφορά του και όταν επιστρέφει στο σχολείο όλα τα παιδάκια το κοροϊδεύουνε γιατί μιλάει με το νj και το λj... Τι θα κάνουμε ρε Σταμάτη;...
από μέσα από το σλανγκρ:
παράλjυτος
γκλjίτερ
θα μου τον(j)ιδείς
Got a better definition? Add it!
Αυτά τα πολύ συνηθισμένα συμφύματα επιθέτων των ελληνικών, καθώς και άλλα, χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει πρόσωπο στο οποίο θέλει να αναφερθεί.
Ο ομιλητής μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κάθε σύμφυμα φέρει παραδοσιακά συγκεκριμένες πληροφορίες (κυρίως καταγωγής), αλλά δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου η εκάστοτε τέτοια λεξιπλασία στοχεύει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τόσο χαρακτηρίζεται το εν λόγω πρόσωπο από την συγκεκριμένη ιδιότητα, ώστε θα άξιζε να φέρει και το αντίστοιχο επώνυμο.
Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.
Αποπάνογλου, Αμπαλίνιο, Απιθανόπουλος, Ατσιπόπουλος, Βαλσαμίδης, Γαμωσταυρίδης, Δεμπαίζογλου, Δεντηβρίσκοβιτς, Ελληνοπλουτίδης, Ζεμανφουτίδης, Κακομοίρογλου, Κατεστραμμενίδης, Κορδομενίδης, Κωλοπρεπούσης, Μαλάκοβιτς, Μαλακοπιτουρίδης, Μαστακουνάκης, Μπακλαβατζίογλου, Ξαπλόπουλος, Ξυσαρχίδογλου, οικογένεια Τσιλιμπιλικάκη, Παμπλουτίδης, Παπάροβιτς, Πονηρίδης, Πουλόπουλος, Πρηξοπουλίδης, Σκορδομπούτσογλου, Τάδε Ταδόπουλος, Ταπαίρνογλου, Τηγκανόπουλος ή Τιγκανόπουλος, Τσουλίδου, Χαμαλιάν, Χατζηκωλάρα, Χατζηπούτσογλου
Επίσης:
Γκαβαδίας, σπρώξoβιτς, Σταρχιμήδης, Τομπούλογλου, Τρεχαγυρευόπουλος
Got a better definition? Add it!