Απαντάται και το μεγεθυντικό φετόλα. Η άσχημη γυναίκα, το μπάζο, η πατσαβούρα.
-Τελικά βγήκες για καφέ με αυτή τη γκόμενα απ' το εμεσέν που γνώρισες;
-Ναι ρε, άσ' τα, φετόλα τελείως ήταν, δεν βλεπόταν.
Απαντάται και το μεγεθυντικό φετόλα. Η άσχημη γυναίκα, το μπάζο, η πατσαβούρα.
-Τελικά βγήκες για καφέ με αυτή τη γκόμενα απ' το εμεσέν που γνώρισες;
-Ναι ρε, άσ' τα, φετόλα τελείως ήταν, δεν βλεπόταν.
Got a better definition? Add it!
Διασταύρωση της λέξης ίμο (αγγ. emo = emotional) και της λέξης σαλούφα. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για να χαρακτηρίσει άτομα που βρίσκονται στην κατηγορία ίμο (emo).
-Κοίτα το ρε το ιμοσάλουφο.
-Ναι! Η φράντζα κοντεύει να του φτάσει στα βυζιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
ο φουσκωτός τύπος που έχει κάνει το αμάξι του club λαϊκών τραγουδιών και ενοχλεί περαστικούς με την μουσική στην διαπασών.
-
Got a better definition? Add it!
Published
Η γυναίκα με την οποία αν έρθεις σε επαφή θα πάθεις κάτι κακό. Στο ιστορικό μιας φαρμακομούνας υπάρχουν πολλά διαζύγια, θάνατοι, καταστροφές.
-Μεγάλη φαρμακομούνα η Ελένη. Όλοι της οι φίλοι, γονείς, στενοί συγγενείς, γκόμενοι κλπ έχουν σκοτωθεί σε τροχαία. Και τώρα που βρήκε πάλι έναν άντρα, έτοιμη είναι να τον χωρίσει.
-Μακάρι να προλάβει ο καψερός να γλιτώσει!
-Μακριά, μαλάκα, μακριά σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα τόσο άσχημη που όταν περνάει απ' τον δρόμο κλείνεις τα πατζούρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος έχει ξεφύγει από τα όρια της επιτρεπόμενης μαλακίας.
Σε αγώνα πινγκ-πονγκ, πάνω στο ματς πόιντ, ένας τύπος πρώτη σειρά σηκώνεται όρθιος γιατί του έπεσε η πορτοκαλάδα πάνω του. Τότε πρέπει να φωνάξεις «ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΡΕ ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΣΤΑ!».
Got a better definition? Add it!
Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.
πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη
- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους ταξιτζήδες.
Αφορά αυτούς που χρεώνουν ό,τι θέλουν, σε αφήνουν όπου τους βολεύει, παίρνουν διπλό και τριπλό δρομολόγιο και γενικά είναι αγενείς και απότομοι.
Έψαχνα μια ώρα για να βρω ένα ταξί να με πάει στον σταθμό. Αγανάκτησα με τους κιτρινιάρηδες! Ο ένας δεν τον βόλευε το δρομολόγιο, ο άλλος ήταν άδειος και δεν σταμάταγε, τελικά μπήκα σε έναν που είχε ήδη πελάτη και με άφησε 2 τετράγωνα πιο μακριά από το σταθμό... Άσε, πίκρα.
Δες επίσης και κίτρινη φυλή, κίτρινη φάρα, Ομάρ Ταρίφ, Ομάρ, ταρίφα-ταρίφα, ταρίφας, ταριφιάτικα, ταριφιές, τάριφμαν, ταριφόσκυλο, ταριφόσκυλος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
O γκέι σε υπερθετικό βαθμό.
Χρησιμοποιείται συχνά από νεαρά άτομα όταν θέλουν να υποβιβάσουν συνομήλικό τους.
Τι θες ρε γκέουλα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ολόκληρο: Ομάρ Ταρίφ. Ο ταρίφας, ο ταξιτζής. Εκ του Ομάρ Σαρίφ, αλλά για την κίτρινη φυλή.
- Πάτα κόρνα! Θα σου χωθεί ο Ομάρ, δεν βλέπεις;
Got a better definition? Add it!