....όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. (H συνέχεια της φράσης, διότι δεν θα ήταν λήμμα αυτό, θα ήταν έπος).

Σλανγκιά (;) αγρότη νίντζα, που θυμίζει βουκολικό δράμα. Την παραπάνω φράση τσάκωσε μορφή της πιάτσας (σε πλατεία χωριού), και την διέδωσε σε όλο το νησί (το νησί της μαστίχας), εν είδει ιστορίας. Και βεβαίως έμεινε ως έκφραση (συνήθως το κομμάτι που είναι στο λήμμα), που χαρακτηρίζει την ακατάσχετη σεξουαλική ορμή, παρούσα σε όλα τα νεοερωτευμένα και πεινασμένα για σεξ ζευγάρια. Η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία μείωση του ΑΕΠ.

  1. -Ακούς κόρη μου, τι έπαθε η Υπατία;
    -Ήντα 'παθε μαρή.
    -Η κόρη της τα ταίριαξενε με το γιο του Παναή.
    -Μια χαρά παιδί εν είναι;
    -Είναι, αλλά τώρα είναι κι οι εγιές. Και ο Γιος του Παναή, την είχενε και τηνε εδιασκέδαζενε όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. Και η καμμένη η Υπατία εν εμπορούσε μόνη της να φέρει βόλτα τα πανέρια.

  2. -Ο Μάκης την παράτησε τη Ρούλα.
    -Τι μου λες; Συνταρακτικά νέα. Την είχενε και τήνε διασκέδαζενε και τώρα την παράτησε ο μαλάκας; Άντε να βρει άλλη που να τον αντέχει ο μαλάκας!!!

(από electron, 07/09/09)(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified