Ο άντρας που έχει εγκαταλείψει τελείως τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και συνάπτει δεσμούς (σύντομους) με όποιο θηλυκό του κάτσει πρώτο.
Ο άντρας που έχει εγκαταλείψει τελείως τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και συνάπτει δεσμούς (σύντομους) με όποιο θηλυκό του κάτσει πρώτο.
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει ό,τι βρει μπροστά του, ακόμα και αυτούς ή αυτές που δεν βλέπονται.
- Ρε αυτός πήγε με το μπάζο την Μαρία.
- Καλά, δεν ξέρεις τι σαβουρογάμης που είναι;
Και σαβουρομπήχτης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει ό,τι βρει.
- Ρε μαλάκα πως τη γαμάς αύτη ρε σαβουρογαμόσαυρε;
- Αν δε μπαζώσεις, σπίτι δε χτίζεις!
Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος.
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».
- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...
Και σαβουρομπήχτης.
Got a better definition? Add it!