1. Ύβρις για γυναίκα που δε γουστάρει κάποιος. Σχετίζεται με την κλασομπανιέρα, και τον κλασαρχίδα. Ταιριάζει η χρήση του σε γυναίκες που το παίζουν κλασάτες, δυναμικές και όμορφες, αλλά στην πραγματικότητα είναι ελεεινές και φτωχόμουνα με femme fatale attitude.

  2. Το αιδοίο που κατά τη διάρκεια του ξεσκιζόλ απελευθερώνει αέρα πολύ συχνά (ρυθμός άνω των 5 fpm - farts per minute).

-Τι έγινε ρε, γιατί μάλωνες με την Ίριδα;
-Άσε με μωρέ με το κλασόμουνο, που θα μου πει εμένα να πούμε πως να κάνω τη δουλειά μου! Γαμώ το Χριστόφορο και την Πανακόλα της!

-Για πες ρε, τι έλεγε η Ίριδα στο κρεβάτι;
-Ωραία φίλε, στενό μουνί, αλλά έκλανε συνέχεια.....
-Μμμμ κλασομούνα δηλαδή.
-Ναι, σαν τη μάνα σου.
-;;;;;;;;;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται ως κοσμητικό επίθετο προς δύο τουλάστιχον μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων:

Θηλυκό: σαπιοκωλού.

- Κάποια σιχαμένη βρωμόπουστα, κάποιος ξεκωλιασμένος άνθρωπος, κάποιος πουτάνας γιος, κατάπτυστος, βδελυρός, επαίσχυντος, γαύρος, αρχίδι, μουνόπανο, μουλόσπερμα, σαπιοκωλάκιας μου κάνει βουντού. Άμα τονε πετύχω θα του γαμήσω τα πάντα...
(εδώ)

- ω, πόσο ανόητος, βλάκας, ηλίθιος, μαλάκας, ξεκωλιάρης, σαπιοκωλάκιας, σαβουρογάμης, παπαροκαύλης ήμουν...
(εκεί)

- Μην ξεχνάς πως αν είναι κάποιος που βλέπει από πρώτο χέρι τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, αυτός είμαι εγώ...Και δε μιλάω για παππούδες ή έστω για πατεράδες, αλλά για 25 χρονών παιδιά με εμφράγματα! (το ρεκόρ μου είναι 23 ετών :-Ρ). Αυτά που γράφω αντικατοπτρίζουν μονάχα την προσωπική μου σκωπτικήμε αρκετές δόσεις σαπιοκωλακισμούοπτική την οποία έχεις βέβαια δικαίωμα να απορρίψεις και να με βρίσεις...
(παρακάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified