Το μουνί και η θάλασσα είναι οι μήτρες της ζωής. Ωσεκτουτού, εμείς οι Έλληνες με 14.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή και αιώνες ναυτικής παράδοσης είμεθα κατ εξοχήν έθνος θαλασσόκαβλων. Η Ελλάδα μας είναι η γης όπου για πρώτη φορά έβερ μουνί έσυρε καράβι (και συνεχίζει να το πράττει).
Σαν λαός γνωρίζουμε καλά ότι το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι· με φουσκοθαλασσιές στο παντελονόψαρο ψωλαρμενίζουμε την πουτάνα τη θάλασσα και βουτάμε ως αφρο-δύτες στα βαθειά με καμάκι ανά χείρας εις άγραν θαλάσσιας μουνίδας.
Οι πιο τυχεροί θα βγάλουν καμιά χταποδιάρα, οι λιγότερο θα μπλέξουν στα δίχτυα κάποιας φαρμακομούνας μύδουσας. Άλλοι πάλι θα πάρουν τον λούτσο, τρώγοντας μυδοπίλαφο από κάποια λείψυδρη στρειδομούνα και θα μείνουν σαν μια πούτσα στο Αιγαίο. Οι πιο φρόνιμοι θα συνεχίσουν τον αέναο κύκλο: δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;
Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν την θαλασσινή μας μουνοπαράδοση με το μικρό αυτό θαλασσομουναπάνθισμα:
- Αιδοίον πέλαγος: η μουνοπλημμύρα
- αστερίας: η σεξουαλικώς παθητική γυναίκα
- αχινός: το αιδοίο
- αχινοσαλάτα: τα εκκρίματα του γυναικείου αιδοίου
- γκόμενα-γαρίδα: γυναίκα με τρελό σώμα και χάλια μάπα. Κόβεις το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο
- γκόμενα-μέδουσα: την βλέπεις και παγώνεις
- γοργόνα: ο μούναρος
- δαγκανόμουνο: μουνί με δόντι, vagina dentata
- ζαργάνα: ο μούναρος
- θαλασσινό βιάγκρα: μύδια, στρείδια κ.ταλ.
- θαλασσομούνι: η μέδουσα (Κρήτη) (*)
- μουνάβρα: είδος μαλακίου όμοιο με το καλαμάρι (Καλύμνος) (*)
- μουνάκλα: η μέδουσα (Παξοί) (*)
- μουνάρα: η μέδουσα (Πελοπόννησος) (*)
- μουνήθρα: η μέδουσα (Σκύρος) (*)
- μουνίτσα: η μέδουσα (Πόντος) (*)
- μύδι: το μουνί (Αγγλιστί, bearded mussel)
- μουνοθάλασσα: η μουνοπλημμύρα
- μπακαλιαρίλα: ε. η μουνίλα
- μπαρμπούνι: το παστάκι
- πεσκανδρίτσα: κακάσχημη γυναίκα με κρυφά όμως χαρίσματα
- σαλούφα: η άσχημη γυναίκα (είδος μέδουσας)
- στρειδομούνα: η δύσκολη, αυτή που έχει το μουνί στρείδι
- χέλι: κορμί αμαρτωλό
- χταποδιάρα: η γυναίκα που απλώνεται σαν χταπόδι στο σεχ. Βλ. επίσης: το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
- ψαροκασέλα: η χαμούρα
- ψαρομούνα:γυναίκα που βρωμάει καμένο ντουί
♪♫ Το μουνί και το δελφίνι
να ησυχάσω δε μ' αφήνει
πότε τρύπα πότε ψάρι
δε μου κάνουνε τη χάρη ♪♫
(Τζιπάκος)
() *Πηγή: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012)