Selected tags

Further tags

Το χρώμα άσπρο χρησιμοποιείται (όχι και τόσο συχνά) ως συνεκδοχή για το σπέρμα. Η σύνδεση δεν είναι ευθεία (οπότε κάποιος που κάθε φορά που ακούει τη λέξη "άσπρος" σκέφτεται χυσίματα κτλ είναι μάλλον πορνόμυαλος) αλλά είναι υπαρκτή.

Βλέπε πχ τα λήμματα ασπρίζω τοίχους, το άντε γαμήσου ν' ασπρίσεις, θα τα βλέπεις άσπρα, "- τι είναι άσπρο και κρατάει μαστίγιο; - η μαλακία που σε δέρνει", και ό,τι κατεβάσει ο νους του καθενός.

Σχετικό λήμμα το μπλε όπου χρώμα γίνεται μετωνυμία για μια αφηρημένη έννοια, μέσω άλλου μηχανισμού βέβαια. Η πράσινη δεν είναι ακριβώς ίδια περίπτωση, γιατί εκεί έχουμε ουσιαστικοποίηση από την πράσινη νότα, αλλά δεν είναι και μακρυά.

(σε διασταύρωση)
- Κόκκινο είναι το φανάρι μωρή μαλακομούνω, όλα άσπρα τα βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανελέητο χύσιμο χωρίς σταματημό, τόσο πολύ που ο υποδεχόμενος δε μπορεί να το αντέξει. Είναι παρόμοιο με το χυσίδι αλλά σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό που προκαλεί έντονη δυσφορία στον αποδέκτη, σε βαθμό απελπισίας.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για μια πολύ δύσκολη και αβάσταχτη κατάσταση.

Μπήκε μέσα καβλωμένος και τους έχυσε όλους μέχρι που έκλαιγαν. Έγινε τρελό χυσομαρτύριο.

-Τι έλεγε η εξέταση χθες, πώς τα πήγες;

-Άσε φίλε, τον ίπιαμε, τρελό χυσομαρτύριο.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Πρόκειται για το πυκνό ψωλόχυμα που δίκην συμπυκνωμένου ψωλογάλακτος ομοιάζει με καϊμάκι. Είναι μια από τις πολλές ψωλόκρεμες που πραγματεύεται ο ποιητής στο slangum opus του [I]Μέγας Ανατολικός[/I].

Παρ' ὅλον ὅτι μὲ μίαν λέξιν, ἤθελε νὰ πιπιλίσηι, νὰ βυζάξηι, καὶ νὰ φάγηι, ὄχι μόνον τὸ μέρος αὐτό, ἀλλὰ ολοκλήρους τὰς δόσεις τοῦ πολυτίμου ὅσο καὶ ἡδονικοῦ σπερματικοῦ [B]καϊμακίου[/B], ὥστε νὰ ἀπολαύσηι ὄχι μόνον τὸ «τρομπάρισμα», τὴν πρᾶξιν τῆς αντλήσεως καὶ τὸ συνταρακτικὸν θέαμα ἑκάστης εκσπερματίσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδιάζουσαν ὀσμὴν καὶ τὴν πυκνοτάτην γεῦσιν τοῦ προσφερομένου εκάστοτε ψωλοχύματος. [...]) Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 268-269.

Got a better definition? Add it!

Published

Το συμπυκνωμένο σπέρμα, όταν ένας άντρας δεν έχει κάνει έρωτα ή δεν έχει αυνανιστεί για πολύ καιρό. Διώχνω τα χοντρά ή φεύγουν τα χοντρά σημαίνει ότι κάνω έρωτα ή αυνανίζομαι μια πρώτη φορά για να εκτονωθώ, επειδή το έχω μεγάλη ανάγκη ως οργανισμός, και μετά μπορεί να ακολουθήσει κάτι το πιο ρομαντικό ως ερωτική πράξη ή περαιτέρω ξεπετσιά όταν κανείς σολοφλοκάρει.

Πρώτον. Έχω να χύσω 15 ημέρες. Σήμερα θα βαρέσω, μια παχιά να φύγουν τα χοντρά. Λεφτά για γαμιση, δεν υπάρχουν. Και μετά! Τον άλλον για παρτουζα, τη τον θες? Να κάνετε, και μαζί καμία αλαξοκωλια? Μην μου πεις όχι!! (Από διάλογο στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published