Σλανγκοπρεπέστερη εκδοχή του καμουφλάζ, ή του καμουφλαρισμένου.

Εκ του γαλατικού camouflage.

Ασίστ: ironick.

- ό,τι και να βγει πάντως, δεξιό ή κρυφοδεξιό θα είναι... δεν υπάρχει αριστερή ελλάδα, όλα καμούφλες είναι. θα επιμένω σε αυτό μέχρι να πεθάνω! (από ιδιωτική συζήτα)

- Ο μεν γνωστός μόδιστρος δεν αντελήφθη τίποτα το ασυνήθιστο, οι δε μπάτσοι υπερέβαλαν εαυτούς στην καμούφλα, σε σημείο δηλαδή…, να το κάψουν και να το τσούξουν προκειμένου να επιτύχουν την ιδανική μεταμπουζούκια σύλληψη μεγαλοοφειλέτη μόδιστρου…
(αναφορικά με την σύλληψη γνωστού μόδιστρου, εδώ)

- Εγω εχω καρτα, αλλα,οσοι μπαινετε χωρις εισητηριο να προσεχετε γιατι τωρα μπαινουνε τριαδα και καθονται σκορπια και παριστανουνε τους μαλακες (καμουφλα) Μετα σηκωνονται και αρχιζουν τον ελεγχο.Μετα καθονται παλι και μετα το ιδιο!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμένη εκδοχή του ασφαλίτη, δηλαδή του αστυνομικού που υπάγεται στον Κλάδο Ασφάλειας και Τάξης (βλ. και το οργανόγραμματης ελληνικής αστυνομίας) και ειδικότερα στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας ή στη Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Συνήθως αναφέρεται στον undercover ασφαλίτη, ντυμένο με πολιτικά, που τρουπώνει όπου υπάρχει έγκλημα, δια να συλλέξει πληροφορίες εκ των έσω και να το πατάξει.

Η λέξη ασφαλίτης δεν αποδίδει ιδιαίτερη χροιά, αφού ασφαλίτες είναι και οι αστυνομικοί του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων. Αλλά ο λίτης προκαλεί τη λαϊκή μήνιν, μιας και ποτέ δεν τρουπώνει στα άντρα της μεγάλης κομπίνας και του μεγάλου ξεπουλήματος (κομματικά γραφεία, μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες - to name a few), αλλά προτιμά να φύεται σε πορείες και να φακελώνει τους Εχθρούς του Έθνους, όπως όσους ασχολούνται με πολιτική εξ αριστερών και δώθε (και μόνο) ή όσους πίνουν κάνα μπάφο πού και πού. Ή τουλάχιστον, έτσι λένε στην πιάτσα.

Γράφεται άλλοτε με -ι- και άλλοτε με -η-, επειδή μπορεί να προέρχεται εξίσου από τον ασφαλίτη ή από τον αλήτη αντιστοίχως, μιας και ως γνωστόν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. («Αλήτες! Είναι! Τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες!»)

Σημειώνουμε και το παλιό συγκρότημα Λήτης+Τρικ, με το θρυλικό άσμα «Ποδανά», αν και θεωρείται ότι ο συγκεκριμένος Λήτης είναι ο αλήτης (με την καλή έννοια) και ουχί ο ασφαλίτης, βεβαίως βεβαίως.

Ετυμ.: ασφαλίτης < ασφάλεια < αρχ. ασφαλής < α στερητ. + σφάλλομαι (= σκοντάφτω, τρικλίζω)
αλήτης < αρχ. αλάομαι (= περιφέρομαι εδώ κι εκεί)

  1. (τυπική προειδοποίηση από indymedia)
    Προσοχή! Έχουν κατέβει 4 διμοιρίες στα Εξάρχεια, κλούβα στην Ακαδημίας και λίτες στη Χαριλάου Τρικούπη! Όποιος κατέβει να κρατάει ταυτότητα!

  2. - Αυτός ο μακρυμάλλης ο αξύριστος τι ρόλο βαράει; Δεν τον έχω ξαναδεί.
    - Λήτης είναι. Το νου σου.

Οργανόγραμμα ΕΛ.ΑΣ. (από Pirate Jenny, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified