Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ

Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπόλα ονομάζεται ένα έπιπλο με ενσωματωμένο κάθισμα, στο οποίο τοποθετούσαν παλιά τη συσκευή του τηλεφώνου και κάθονταν οι κυρίες με τις ώρες και κουτσομπόλευαν, αφού η χρέωση ήταν ανά κλήση και όχι ανάλογα το χρόνο συνδιάλεξης. Είναι είδος προς εξαφάνιση πλέον για ευνόητους λόγους

Πάλι στο τηλέφωνο είσαι Μαριγώ; Θα την πετάξω την κουτσομπόλα και θα κάθεσαι στο πάτωμα!!!

Δυο κουτσομπόλες εξ Αμερικής (από poniroskylo, 01/09/09)Πιο κλασική - αλλά λείπει το τηλέφωνο (από poniroskylo, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified