Αποτυχημένος στοιχηματισμός. Όταν τις παίζει στοίχημα (ΠΑΜΕ στοίχημα) και χάνει ότι λεφτά έχει βάλει. Είναι η πιο συνηθισμένη λέξη μεταξύ των πωρωμένων τζογαδόρων. Όλοι έχουμε πάει στον κουβά μπιπ το στανιό μου.

(το είχα πάθει πριν από κάτι μήνες)

Παίζω ένα κουπόνι για Σαββατοκύριακο. Τη Γκρόνιγκεν άσο, τη Σάλτσμπουργκ διπλό, τη Μπάρτσα διπλό μες στη Μπιλμπάο. Πιάνω και 3 ιταλικά. Και τι χάνω; Τι χάνω μπιπ τη γκαντεμιά μου; Τη Γκεντσλερμπιρλιγκί. Την είχα παίξει Χ την πουτάνα. Από τότε δεν ξαναπαίζω τούρκικα. Ο απόλυτος κουβάς.

Γιά φέρτε όλο το παραδάκι εδώ... (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα - παρατσούκλι κατά τους αλογομούρηδες, για το αργό άλογο, που δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδίσει. Χρησιμοποιείται και απο τους οδηγούς αυτοκινήτων όταν πρόκειται για αργό - δυσκίνητο ή παλαιό αμάξι.

- Έκανα κόντρα με ένα φτιαγμένο Punto αλλά έφαγα τη σκόνη του. - Εμ τι πας και συ να συναγωνιστείς με τον Αστραχάν!

Βλ. και γαϊδούρι, μουλάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε κάποιον ο οποίος προφητεύει και πέφτει έξω σαν Ιεχωβάς. Το χρησιμοποιούμε κυρίως για προβλέψεις αγώνων ποδοσφαίρου.

- Ο Ηρακλής παιδιά δε χάνει, να ξέρετε, έχει πολύ καλή άμυνα. Φορτώστε το.

...μετά από το ματς και ενώ ο Ηρακλής έχει χάσει 3-0....
- Πολύ καλή άμυνα ο Ηρακλής ρε. 3-0. Μεγάλο μάτι είσαι ρε κουφάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified