Η γυναίκα που έχει η ίδια καύλα και προκαλεί καύλα και στους άλλους.

  1. Ψηλή κι αφράτη καυλογκόμενα, με έξτρα λάρτζ βυζιά και καυτή κωλάρα! (Κουρσάρος)
  2. Δεν είναι πιτσιρικι αλλά είναι καυλογκομενα όπως ανέφερα και σίγουρα στην ηλικία που λέει. Προσωπικά με καυλώναν τα μάτια της. (Μπου).
  3. Οκ, σου αρέσει η γεύση του σπέρματος και νιώθεις καυλογκόμενα όταν σε χύνουν στο στόμα. Οκ, τα χυσαμόλια είναι το κάτι άλλο για σένα και έτσι δείχνεις αγάπη. (Blog).
  4. Όντας η πιο "καυλογκόμενα" που είχα ποτέ, έκανα απίστευτα γλέντια επάνω στο θεϊκό κορμί της. (BDSM).

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified