Μούρτσα = νωρίς το πρωί.

  1. Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.

  2. Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.

Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιφνίδια απάντηση στην ερώτηση:

- Και τώρα;

Προφέρεται αργόσυρτα, ανακόπτοντας την όποια συνέχεια της συζήτησης.

Άνθισε στον λαρισαϊκό κάμπο στα 80s.

— Έφερα το τρακτέρ με την πλατφόρμα. Βούλιαξα στον δρόμο. Ήρθε ο Άρης και μ' έβγαλε. Αλλά άργησα.
— Καλά. ...
— Και τώρα;
Σαν και τ' από τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Λαρισαϊκά, ο Μάρτιος.

Σε φροντιστήριο αγγλικής, στη Λάρισα.
Καθηγητής: - Ο Γενάρς λέγεται January, ο Φλεβάρς February, o Μαρτς ώς έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified