Καλιαρντή λέξη εκ του γαλλικού bonbon. Σημαίνει την καραμέλα και μεταφορικώς την πεολειχία.

Μπουτ λατσό το τσόλι.. Σαρμελιά γδούπα... Κουραβέλτες... και απανωτές κουραβέλτες... Λατσάαααα... Άβελα πιασμάν στην μπάρα... και μπομπόνα μπουτ... Γδούπα φιλενάς... Γδούπα.... Αχχχχχχχ.... Θέλω να τον αβέλω συνέχεια..... (Από το Μπου).

Αβέλω μπαλόμπα και νάκα η μπόμπα (μπομπόνα)

Άσχετο: Είναι και μια ποικιλία φασολιών που το μικρό στρογγυλό σχήμα τους θυμίζει καραμέλες (δες εδώ) καθώς και είδος άνθους αγριοτριανταφυλλιάς.

Φασόλια μπομπόνα

Σχετικοάσχετο: Είναι και γουτσωνύμιο παλαιάς κοπής (δεκαετία 1950 κιέτσ' κατά τον Σφυρίζοντα) τύπου μπουμπού.

Δεν την συνιστω σε κανεναν, ειναι μια ξανθια μπομπονα, κατι σαν τριτοκλασατη τραγουδιστρια σε σκυλαδικο της εθνικης. (Σχετικοάσχετο παράδειγμα από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικός τύπος τσιμπουκιού με άρωμα και γεύση ευκάλυπτου και μέντας. Ενδείκνυται για τους κατά φαντασίαν ασθενείς που μας έχουν ζαλίσει τον έρωτα.

Προφανής η αναφορά στις κλασικές καραμέλες/παστίλιες ευκαλύπτου για το λαιμό.

- Ααααχχχ ... υποφέρω ... δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα ... ψηνόμουν στον πυρετό ... και η μύτη μου τρέχει ακατάπαυστα ... κι ο λαιμός μου έχει κλείσει τελείως ... και πονάω ολόκληρος ... και δέν έχω όρεξη καθόλου ...
- Ασπιρινούλα πήραμε;
- Πήρα, πήρα, τίποτε δεν έκανε ...
- Μήπως να πάρεις και αντιβίωση;
- Ααααχχχ, δεν μου γράφει ο γιατρός, ρώτησα ... αλλά δεν με πιάνει κιόλας ...
- 'Ε, άμα είναι έτσι, μία είναι η λύση ... πίπες ευκαλύπτου ... για το λαιμό, τουλάχιστον, είναι ένα κι ένα ...
- Α, να χαθείς, άκαρδε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified