Η γυναίκα που λόγω των συχνών σεξουαλικών της επαφών, το αιδοίο της έχει αποκτήσει μέγεθος πηγαδιού. Αλλιώς και πηγαδομούνα.
-Την βλέπεις αυτή; Τρεις τρεις τους παίρνει του άντρες. Πηγάδω κανονική.
%
Η γυναίκα που λόγω των συχνών σεξουαλικών της επαφών, το αιδοίο της έχει αποκτήσει μέγεθος πηγαδιού. Αλλιώς και πηγαδομούνα.
-Την βλέπεις αυτή; Τρεις τρεις τους παίρνει του άντρες. Πηγάδω κανονική.
%
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυναίκα κοντή με μικρό κεφάλι και γυαλιά rayban.
- Ρε Τάκη, από πότε οι μύγες έχουν μαλλιά;
- Από τότε που γεννήθηκε αυτή η κοπέλλα απέναντι.
Got a better definition? Add it!
Ο μικρός τυμπανιστής που κρούει τα τύμπανα όχι με τις μπαγκέτες αλλά με το πέος.
-Κοίτα το πέος του, του μικρού τυμπανιστή, είναι ματωμένο.
-Ε, αφού ο μ**κας το χτυπάει πάνω στο τύμπανο.
Got a better definition? Add it!
Ο παπάς κοροϊδευτικά. Παρομοίωση με τον τράγο λόγω της γενειάδας και των δύο.
Τον βγάλαν στην φόρα τον τραγόπαπα της ενορίας. Εκτός του ότι έκλεβε τα λεφτά της εκκλησίας, γλυκοκοίταζε και τα αγοράκια του κατηχητικού.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ ελεεινός.
- Και σκοντάφτει η γριά και πέφτει κάτω. Μου ζητάει βοήθεια, πάω κοντά, ρίχνω δυο κλεφτές ματιές αριστερά και δεξιά, κι αφού σιγουρεύομαι οτι δε βλέπει κανείς, της βουτάω το πορτοφόλι και το βάζω στα πόδια! Τα πιο έυκολα 20 ευρώ που έβγαλα ποτέ!
- Είσαι ελέουρας ρε φίλε...
Got a better definition? Add it!
Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου, το οποίο είναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε, παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη, ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή.
Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.
- Τι μουνόδουλος είναι αυτός ο Βαγγέλης ρε παιδί μου!!! Χάρισε το μόνο ενθύμιο της πείνας των διακοπών στην Ιωάννα, επειδή του το ζήτησε με υφάκι.
Σχετικό: μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνομοταξία ανθρώπων της φυλής των Ρομά (αλλιώς απλά τσιγγάνος).
Ο τελείως ξεφτίλας άνθρωπος, ο βρωμιάρης, ο τσιγγούνης, ο άνθρωπος χωρίς τρόπους κλπ.
Εμφανίζεται συχνά και ως γύφτουλας.
- Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε; - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!
Got a better definition? Add it!
Σχετίζεται με τον ορισμό «γύφτος», αλλά δείχνει μια εντονότερη προσβολή προς το πρόσωπο του αναφερόμενου.
- Δεν πάει άλλο με τις τράκες του, τα έχει ξεφτιλίσει όλα-
- Αφού τον ξέρεις τι παλιόγυφτας είναι!!!
Got a better definition? Add it!
- Πού πας με αυτό το σαράβαλο ρε ολυμπιονίκη μαλάκα;;
Got a better definition? Add it!
Βλάκας + Μαλάκας
-Μας τα 'πρηξε πάλι ο βαλάκας ο Μάνος.
Got a better definition? Add it!