Μεταφορική έκφραση που χρησιμοποιείται για καταστάσεις όπου κανείς βρίσκεται σε δύσκολη περίοδο της ζωής του κάτω από αντίξοες συνθήκες συνήθως υπερβολικού στρες, απόγνωσης, αϋπνίας, μετά από χωρισμό και μακροχρόνια ανεργία

- Πού είσαι ρε Μηνά;

- Άσε ρε φίλε, τρέχω με όλα, δεν την παλεύω καθόλου τώρα τελευταία. Ήρθαν όλα μαζεμένα γαμώ τα βάσανα..

- Σηκώνεις τζιπάκι φίλε μου, το ξέρω.

- Τζιπάρα σηκώνω, δε μπορείς να φανταστείς.

Got a better definition? Add it!

Published

Γενικά ο όρος αναφέρεται σε κάθε κατάσταση που είναι πιεστική. Προέρχεται από την πρέσα που σφίγγει τα πράγματα ώς εκεί που δεν φτάνει.

Οι δύο πιο δημοφιλείς κατηγορίες που θα ακούσετε τον όρο είναι οι ακόλουθες:

  • μονότερμα γκρίνιας ή/και μιζεροκατάστασης που έχει πολύ πρήξιμο ή/και στεναχώρια
  • καγκουροβόλτα με μηχανές ή αυτοκίνητα, όπου η πρέσα αναφέρεται στην οριακή (προς τα πάνω) λειτουργία του κινητήρα.

Ασχετο! Τιπ για στιχουργούς: ριμάρει με το κομπολόι και το συγγενολόι εύκολα, και λίγο πιο δύσκολα με το κονβόι.

  1. - Ρε, είδα τον Μάκη χτες. Σαν να γέρασε δέκα χρόνια.
    - Δεν τα 'μαθες. Έχασε τον πατέρα του και την μάνα του μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Και η δουλειά του πάει κατά διαόλου.
    - Πολύ πρεσολόϊ ρε παιδάκι μου.

  2. - Την Κυριακή έχει πρεσολόϊ.
    - Βγάλατε διαδρομή;
    - Ξεκινάμε οκτώ από εθνική για Ωραιόκαστρο.
    - Ωραία... Πείτε μου τι καφέδες πίνετε, γιατί, αφού με το μωρό μου θα φτάσουμε πρώτοι, να παραγγείλω.
    - Πρόσεξε μη σκίσεις το στριγκάκι σου...

  3. - Μαλάκα μου, είμαι προχθές στο μπαράκι, και με πιάνει ένα πρεσολόϊ το Μαράκι, για το πού ήμασταν χθες, άνευ προηγουμένου.
    - Και τα ξέρασες όλα ρε Μπάμια;
    - Δεν είπα τίποτα, αλλά κάτι την έχει πονηρέψει.

(από electron, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προειδοποιεί για φυγή έκτακτης ανάγκης, αλλαγής θέματος κλπ.

Συνοδεύεται από κίνηση «Αιμίλιος Λιάτσος» με ένα δάχτυλο στο αυτί, βλέμμα στο κενό και αγχωμένο ύφος.

  1. - Ρε Τζίμη, η κοπέλα του Φάνη δεν είναι ίδια με μια που φάσωνες πέρσι;
    - Ναι, με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι ο γερανός μου σηκώνει αυτή τη στιγμή το αμάξι. Πληρώνουμε και φεύγω.

  2. (σε πιάνει κόψιμο σε καφετέρια)
    - Πάμε να την κάνουμε;
    - Άραξε ρε ψηλέ, κάνω ένα τσιγάρο και φύγαμε!
    - Ναι, με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι έχουμε ισχυρές κατολισθήσεις στο μποξεράκι μου και εξαφανίζομαι αμέσως.

Σχετικό: κοντρόλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified