Further tags

Όταν τοποθετώ ένα αντικείμενο σε οριακό σημείο, κάπου όπου σίγουρα θα επέλθει η πτώση του.

- Πού είναι το τασάκι;
- Στο τραπεζάκι, δεν το βλέπεις;
- Έτσι που το ακροθέτησες θα σπάσει, φέρε μού το εδώ.
- Δεν είμαι ο αντεφέρ σου. Να σηκωθείς να το πάρεις μόνος σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια.

  1. Χλάτσωσε την τηλεόραση στην πρίζα.
  2. Θα μου χλατσώσεις και μένα λίγο ποτό στο ποτήρι;
  3. Να το χλατσώσω μέσα στον υπολογιστή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεμένη κατάσταση.

- Έμαθες για το καινούριο σύστημα στο πρωτάθλημα...
- Άσε μπερδεψοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάληξη που παραπέμπει σε χάπι που η λήψη του σε μπερδεύει, σου κάνει τη ζωή δύσκολη.

- Πολύ μπερδεβίξ πέφτει σ' αυτό το γραφείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.

- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...

Σχετικό λήμμα: γραψαρχιδίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για το υπέρτατο κάψιμο από τον ήλιο.
Αποτελεί τον απόλυτο συνδυασμό του κάψιμο και κάηκα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον από γυναίκες οι οποίες αφιερώνουν ατελείωτες ώρες στην παραλία με σκοπό να μαυρίσουν.

- Δώδεκα ώρες ήμουν στην ξαπλώστρα για να μαυρίσω αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να καώ. 7 γιαούρτια έβαλα μόνο στην πλάτη μου...

- Αγάπη μου εσύ δεν κάηκες απλά, καψοκάηκες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι απίστευτα μακάβριος. Η ετυμολογία είναι αυτονόητη.
Copyright: Παναγιώτης Μαυριώτης. (Εναλλακτική ορθογραφία: μακμεθαύριος).

- Πώωω ρε συ...καλά και τού 'κοψε το κεφάλι στην ψύχρα; Τι ταινίες μακάβριες είναι αυτές που βλέπεις;
- Άσ' τα, μη σου πω και μακμεθάβριες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επική διάθεση που σε κάνει να θέλεις να φορέσεις την πανοπλία σου, να πάρεις το σπαθί σου, να καβαλήσεις το άλογό σου και να αρχίσεις να θερίζεις εχθρούς (ή κάτι ανάλογο).

Η επικίλα προκαλείται από διάφορα ερεθίσματα: από επική μουσική (π.χ. κλασσική ή epic metal), από επικά έργα, από επικές ομιλίες (π.χ. την ηρωική ομιλία του Churchill το 1942, στον Β' Παγκόσμιο) κτλ. Μια μεγάλη επική στιγμή της σύγχρονης Ελλάδας είναι η τελευταία εκπομπή του Καναλιού 67 (15-9-1993), με τον Βασίλη Λεβέντη να τα δίνει όλα.

  1. - Τι ψωνάρες που είναι αυτοί οι Manowar...
    - Ψωνάρες ξεψωνάρες, τα πρώτα τους άλμπουμ βγάζουν τέτοια επικίλα που θες να πάρεις το σπαθί σου και ν' αρχίσεις να θερίζεις κεφάλια!

  2. - Πώς ήταν η ταινία;
    - Καλά, έβγαζε πολύ επικίλα μιλάμε!

  3. - Ρε τον αλήτη, είδες πώς μας παράτησε για να πάει σε άλλο συγκρότημα;
    - Άσε, έχω τρελά νεύρα... Βάλε Λεβέντη να ακούσω επικίλα μπας και ξεδώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified