Further tags

Πρακτικό αστείο κατά το οποίο ο αστειάτωρ εναποθέτει την (συνήθως βρώμικη) πατούσα του στο πρόσωπο ανυποψίαστου και συνήθως αφηρημένου θύματος.

- Ποδομουτράκι να κεράσω;
- Άι σιχτίρ ρε μπίχλα... Παρ' την ποδάρα σου από τη μάπα μου...

έλληνας ποδομουτρίζει το μυ της πατούσας με θύμα μυ.   (από xalikoutis, 04/11/08)

Βλ. και ποδομουτροfighting το παραθαλάσσιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.

Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.

Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του πουλιού (όχι αυτού που πετάει!) και του σαξόφωνου (μουσικό όργανο που πάιζεται με το στόμα). Οπως καταλάβατε για άλλη μια φορά, εννοεί στην νεοελληνική το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα.

-Την ξέρεις την Γεωργία;
-Ναι ρε τα είχαμε πριν 2 χρόνια. -Είναι καλή στο κρεββάτι;
-Απίθανη, ξέρει και πάιζει τρομερό πουλόφωνο!

Βλ. και τρομπόνι, πίπιζα, κλαρίνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική χροιά στη λέξη λούφα που τη συναντάμε στο στρατό και υποδηλώνει το άτομο που τη σκαπουλάρει απο τις αγγαρείες και περνάει χαλαρά.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα, με πειράγματα, γέλια και ανεβασμένη διάθεση, που είναι δυνατό να καταντήσει και ενοχλητική.

- Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε σοβαρά: δύο ώρες μόνο χαχαλομπούχαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρέχει καταρρακτωδώς και εσύ περπατάς ακάθεκτος. Στο τέλος έχεις βραχεί τόσο πολύ που - εν μέσω σύγχυσης - δεν βρίσκεις άλλη λέξη να περιγράψει την υπερβολή.

Προέρχεται από τον συγκερασμό των λέξεων λούτσα και μούσκεμα.

Σκατοβροχή! Έγινα λούσκεμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η πράξη του να κατουράς και να χέζεις την ίδια στιγμή. Το καταφέρνουν μόνο οι μη δυσκοίλιες γυναίκες.

- Γρήγορα βγήκες από την τουαλέτα.
- Σκατούρημα ήταν.

βλ. και κουραδοκατουρλιό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποικιλοχρωμουρίαση (Sovatius Vertigo)

Βραχείας διάρκειας πάθηση που προσβάλλει αρσενικά άτομα. Εκδηλώνεται όταν το βλέμμα τους συναντήσει το πρόσωπο ενός θηλυκού ατόμου (φορέας) με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  1. Αφύσικη όψη, εκφυλισμένη από την έντονη χρήση κρεμών και λοιπών σκευασμάτων τα οποία ενώ υποσχέθηκαν «πρόσωπο πάντα λείο και νεανικό», τελικά το κατέστησαν να θυμίζει κοτόπουλο συσκευασμένο σε ζελατίνα (και μάλιστα ληγμένο). Επίσης συναντάται και από πολλαπλές χρήσεις λίφτινγκ, μπότοξ και όλων των συναφών μεθόδων «αντιγήρανσης».
  2. Πλήρης μέθοδος βαφής του εν λόγω προσώπου. Σε στεγνή επιφάνεια επιστρώνεται πρώτα το αστάρι, κατόπιν ρεπουλίνη και ακολουθούν μίνιο για τη σκουριά, βερνίκι για το σαράκι, λούστρο για πλήρες γυάλισμα και μια σειρά έντονων χρωμάτων (μη-οικολογικών) όλων των αποχρώσεων της ίριδας που παραπέμπει στο σχόλιο «άνοιξε το τριώδιο;».

Συμπτώματα
Ζάλη, στομαχικές διαταραχές, ίλιγγος και τάσεις προς εμετό. Ανικανότητα χρήσης των συμφώνων της Ελληνικής γλώσσας με αποτέλεσμα ο ασθενής να αρθρώνει μόνο φωνήεντα και μάλιστα όχι όλα. Έχει επίσης παρατηρηθεί κρούσμα προσωρινής τύφλωσης αλλά ο φορέας ήταν πολύ σπάνιο και έντονο δείγμα (Sovatium Circus).

Αντιμετώπιση
Δυστυχώς δεν έχει ανακαλυφθεί κάποια θεραπεία, αλλά ευτυχώς η πάθηση διαρκεί ολίγα λεπτά χωρίς να αφήνει παρενέργειες και κατάλοιπα.

Ορισμός σαφής.

Got a better definition? Add it!

Published

Νοοτροπία ατόμου, κυρίως θηλυκού γένους, που ενώ συμβαίνουν σημαντικά πράγματα στον κοινωνικό περίγυρο του, επιμένει να ασχολείται με «τρίχες». Τις περισσότερες φορές αντιδράει έτσι λόγω αδυναμίας χρήσης του λιγοστού μυαλού που έχει (IQ κολεόπτερου). Προκύπτει από τη γνωστή φράση: «Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μ....ί ξυρίζεται».

- Αμάν ρε Σοφάκι. Σταμάτα το ξυριζαιδοίζειν! Εδώ χρωστάμε τρία γραμμάτια κι εσύ μου μιλάς για τα νύχια σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified