Το αφοπλιστικό επιχείρημα.
Παλαιότερα και ο γεωργικός ελκυστήρας (απαρχαιωμένο).
Το αφοπλιστικό επιχείρημα.
Παλαιότερα και ο γεωργικός ελκυστήρας (απαρχαιωμένο).
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.
Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.
Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.
Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;
Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!
Δες και ξενέρωμα.
Got a better definition? Add it!
Χημείο / χυμείο:
Περιγράφει μια κατάσταση όπου συναναστρέφεται πολύς κόσμος με διαφορετικές νοοτροπίες και κουλτούρες.
Ο χώρος όπου φυλάει κάποιος τα ναρκωτικά του.
1.- Τι λέει η νέα δουλειά;
- Άστα... εντελώς χημείο η φάση. Τουλάχιστον τα γκομενάκια είναι καλά.
Got a better definition? Add it!