Further tags

Νευριάζω πολύ.

Δεν είχε έτοιμο αυτό που τού ζήτησα και πήρα ανάποδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια κατάσταση κατα την οποία ένα άτομο θέλει να πει κάτι σε ένα άλλο και το δεύτερο άτομο είτε δεν τον προσέχει επειδή είναι στον κόσμο του είτε δεν του δίνει σημασία γιατι μιλάει με κάποιον άλλο... Το δεύτερο άτομο μπορεί να το κάνει αυτό ασυνείδητα ή επίτηδες γιατι στη δεύτερη περίπτωση αποτελεί γείωση...

3 άτομα:
Χ- Άσε ρε χθες τράκαρα με μια μάντρα... βγήκε απο ΣΤΟΠ η *****
Υ-...
Ζ- Άστο σε έχει συνδέσει με Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχίζω και θυμώνω, τα «παίρνω στο κρανίο», «μου ανάβουν τα λαμπάκια».

Με βλέπεις; Αρχίζω κι ανεβάζω θερμοκρασία μ' αυτά που λες.
Μια λέξη να πεις ακόμα και θα γίνει χαμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, δυσκολεύομαι.

- Πως πήγε η βόλτα;
- Τα είδα όλα ρε, δεν έχει ιδέα από οδήγηση και έτρεχε σαν παλαβός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι μας ξαφνιάζει ή όταν χάσουμε κάτι.

  1. Κάθεσαι στο μπαλκόνι με φιλαράκια, καλοκαίρι, ώρα 5 παρά. Ξαφνικά βγαίνει η απέναντι γιαγιά και καθαρίζει το μπαλκόνι της: - Ωχ, ρε φίλε, κοίτα! Λόλα!

  2. Χάνεις ένα 50ευρο... -Φιλαράκι, πού πήγε το 50ευρο; Λόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τα ακούω, την ακούω

Δέχομαι παρατήρηση, σε κάπως αυστηρό τόνο.

Χτες την άκουσα κανονικά από τον καθηγητή, για την κοπάνα που έκανα χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφρικάνικο κράτος με το οποίο συγκρίνουμε την Ελλάδα για να τονίσουμε πράγματα και χαρακτηριστικά που δεν ανταποκρίνονται σε... «Ευρωπαϊκό κράτος».

  1. Πάλι απεργία έχουν οι σκουπιδιάρηδες! Μα είναι κατάσταση αυτή πια;;; Ούτε στην Ουγκάντα τέτοια πράγματα!!

  2. Χωρίς να πει κουβέντα, μπήκε μπροστά με τσαμπουκά, μου έπιασε τη θέση, και άφησε εμένα να περιμένω όρθιος. Ουγκάντα γίναμε!

(από Vrastaman, 27/07/10)

Βλ. και Χαρτούμ, Ζιμπάμπουε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι πολύ κουρασμένος, -η.

- Ήταν να βγούμε το βράδυ, αλλά ήμουν τόσο χώμα που με πήρε ο ύπνος και τον έστησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified