Ειρωνικά γι' αυτόν που κάνει μεγάλη ζωή γεμάτη ταξίδια στο εξωτερικό και καλά, μύτινγκς*, είμαι-πολύ-μπίζι-με-διάφορες-μπίζνες* και γουαζά ναούμ'.

Ο όρος προέρχεται από τη χρυσή δεκαετία τον εϊτιζ και την τότε δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Δυναστεία» με τους Κάρινγκτονς και σια.

Υπήρξε και βιντεοταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα το 1985

- Πάμε το σουκού για μπάνιο στη Λούτσα;
- Άσε έχω μπλέξει. Πρέπει να πεταχτώ μέχρι τη Ζυρίχη το Σάββατο και την Κυριακή να κατέβω Μιλάνο για κάτι δουλειές.
- Ηρέμησε ρε γιάπη ναούμε. Ποιος είσαι, ο Δυναστείας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.

Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.

Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!

Μήδι; Εισαγόμενο απ\' το συσιφόνι! (από Dirty Talking, 18/05/09)Από την ταινία "Λαλάκης ο Εισαγόμενος" με τον ομώνυμο ήρωα. (από the_inq, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified