Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.
- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.
Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.
- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.
Δες και ξινομουνίαση.
Got a better definition? Add it!
Ο ξεφτιλισμένος.
Κουρέλες, νομίζετε πως ήρθατε δω να μας μάθετε γράμματα;
Got a better definition? Add it!
Ο ύπουλος, ο κρυψίνους, που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
- Σου άρεσε ο καινούργιος;
- Σαν και πολύ μουλωχτός μου φαίνεται.
Got a better definition? Add it!
Ο αδιάφορος και σκατόψυχος μαζί.
- Άντε ρε το μουλάρι, που του δίνετε και σημασία.
Got a better definition? Add it!
Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.
Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.
Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;
Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.
Got a better definition? Add it!
Ο ιταλός.
- Και όλα τα πλήρωσε ο Μάσιμο δηλαδή;
- Ναι ρε, τον μακαρονά... Δέν το περίμενα νά 'ναι τόσο ξηγημένος.
- «Ούνα φάτσα ούνα ράτσα» που λένε...
Got a better definition? Add it!
Πεισματάρης. Αγύριστο κεφάλι.
Ρήμα: μουλαρώνω
Έτσι και πει ένα πράμα, δεν το αλλάζει. Μουλάρι σκέτο. Στυλώνει τα πόδια και λέγε εσύ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
σκάρτος, σκαρτάρω:
Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.
Λειψός.
Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.
Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.
Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.
Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.
Got a better definition? Add it!
Η παιχνιδιάρα και ζωηρούλα (περί το ανδρικό φύλο) νεαρά, η τσαχπινογαργαλιάρα.
Μπορείς να απευθύνεις τη λέξη κατά πρόσωπο εάν έχεις οικειότητα με το άτομο, αλλιώς περιορίζεσαι να την χρησιμοποιείς σχολιάζοντάς το με τρίτους.
- Έλα δω βρε σουρλουλού, για πού τό 'βαλες πάλι;
- Είναι μια σουρλουλού αυτή, ουαί κι αμάν αμάν.
Got a better definition? Add it!
Πρώτης τάξεως, τριών αστέρων, τρία άλφα. Δεν τό 'χω ακούσει για άντρες.
Αστεράτη γκόμενα.
Got a better definition? Add it!