Further tags

Βγαίνει από την έκφραση σας είδα, έρχομαι. Είναι ο τύπος στην επαρχία που μπαίνει σε ένα μαγαζί και τους ξέρει όλους. Κάθεται και μιλάει στην πρώτη παρέα που βρίσκει μπροστά του και ταυτόχρονα κάνει νόημα σε άλλες παρές που τον χαιρετάνε ότι τους έχει ήδη δεί και θα πάει να τους μιλήσει. Για κάποιους έχει γίνει κι επώνυμο.

- Ποιος είναι αυτός που μπήκε στο μαγαζί;
- Έλα ρε που δεν ξέρεις τον Νίκο τον Σασείδα;!

Βλ. και τσεκαρέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, αυτός που σε φτιάχνει.

Μαλάκα, είσαι δεμπαίζογλου!! Με έβγαλες από πολύ δύσκολη θέση!!!!

Βλ. και σωραίος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ βλάχος, μα και πολύ χωριάτης συνάμα, στη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη γλώσσα ή συνδυσμό τους.

-Έσκασε ένας βλαχωριάτης στην αντιπροσωπία το πρωί και με ρώταγε αν έχω τη M3 «σιμπιζάκι»!
-Και;
-Του είπα να πάει δίπλα στα τυριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, ο πεοπαίχτης, ο ηλίθιος. Η φράση συναντάται και χρησιμοποείται κατά κόρον στο νησί της Σύρου.

- Ρε ψωλοκόπανε Ντόντο, πάλι έκλασες;

Βλ. και ψωλοβρόντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος που τρέφεται με τον θάνατο των συνανθρώπων του.

Λύσσαξαν όλοι οι τηλεκανίβαλοι με τον μικρό Άλεξ. Και τι απέγινε; Τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι φτιαγμένη για να κάνει σεξ διαρκώς καθώς δεν το χορταίνει ποτέ. Η νυμφομανής.

- Θα βγω απόψε με την Κάτια, λες να καταφέρω να κάνω κάτι μαζί της; - Είσαι σοβαρός; Η κοπέλα είναι πουτσόδουλη! Θα περάσεις πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούμε κάποιο προσφιλές άτομο όταν θέλουμε να το πειράξουμε χαριτολογώντας.

- Πού εξαφανίστηκες μωρή παπαρόσκονη; Έναν μήνα έχουμε να μιλήσουμε, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την έχει μικρή.

Καλά να είμαι τόσο γκαντέμω ρε γαμώτο; Να είναι μαύρος και να μου βγει λιλιπούτσειος;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων εξαιρετικά μικρό πέος.

— Πώς πήγε χτες το βράδυ με τον Μάκη;
— Άσ΄τα Νίτσα μου, τζάμπα η αναμονή... Όλα καλά στην αρχή, με πήγε στο καλό εστιατόριο, με τα ακριβά κρασιά, μετά για ποτό στο Galaxy... Αλλά... όταν πήγαμε στο σπίτι του και αρχίζουμε τα διάφορα, βγάζει κάποια στιγμή το παντελόνι και τι να δω; Μια σταλιά... Λιλιπούτσειος, σου λέω Νίτσα μου... Λιλιπούτσειος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.

Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.

Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!

Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified