Further tags

Η κότα, ο χεσμένος άντρας, συνήθως 15-30 χρονών, που το παίζει μάγκας ενώ είναι μεγάλη κότα (τρώει πίτουρα όπως οι κότες).

- Ο Χρήστος είπε πως αν σε πετύχει θα σε μαυρίσει στο ξύλο.
- Τι να κλάσει μωρέ ο πίτουρας να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό της ζαργάνας, κάποιος ο οποίος είναι τρυφερός με τις γυναίκες, συνώνυμο του γουτσουγουτσουνιάρης.

- Τι θα φάμε απόψε Σούλα;
- Ό,τι θέλει ο ζαργανιάρης μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ποδοσφαιριστής που δεν ξέρει ντρίπλα.

- Ο Σαλπιγγίδης είναι μονοκόμματος, δεν έχει ντρίπλα, είναι άντριπλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράττων το παπατζιλίκι. Κοινό χαρακτηριστικό σε πολλούς άνδρες.

- Κοίτα έναν παπάτζα! Μας τα έχει πρήξει με τις μαλακίες του σήμερα...

- Ρε.. τι παπάτζας είναι αυτός; Το τι ασυναρτησίες μου τσαμπούναγε, άλλο πράμα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου celebrity, που σημαίνει διασημότητα, (στα αγγλικά λέγεται και celeb).

- Πού θα πάμε για μπάνιο γιατρέ μου;
- Πάμε στην Ψαρού να δούμε και κανένα σελεμπριτόνι;

(από Khan, 26/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο συνηθίζει να εμφανίζεται απρόσκλητο κάπου, σε ένα φυσικό η ηλεκτρονικό περιβάλλον. Είναι απρόσκλητο διότι η παρουσία του εκνευρίζει τους άλλους αλλά εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν το θέλει ή το περιμένει και χαλάει τη γιορτή.

Εναλλακτικά, είναι το άτομο που χαλάει μια ομαδική δραστηριότητα με την γκρίνια του επειδή μπορεί να μην θέλει να συμμετέχει.

  1. - Αχ, ήρθε ο Ακης... Μα καλά ποιος τον κάλεσε αυτόν;;
    - Δεν ξέρω, θα αρχίσει πάλι τις μαλακίες... Είναι μεγάλος χαλασογιορτούλας....

  2. - Πάμε να παίξουμε καμία μπιρίμπα..
    - Μπα βαριέμαι.
    - Μην είσαι χαλασογιορτούλας...

Σε άλλες γλώσσες: killjoy, party pooper (αγγλικά), Spielverderber (γερμανικά), aguafiestas (ισπανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάς που ο αχτύπητος συνδυασμός προσόντων και ικανοτήτων που διαθέτει (ζηλευτός από κάθε συνειδητό κι ευσυνείδητο στρατόκαυλο -κι όχι μόνον) δεν εξαντλείται στο να μη φορά βρακί και να ‘ναι φιτ.

Κάτι στο βλέμμα (δε μασώ τον μπούτσο μου), κάτι στον τόνο της φωνής (εγώ μια φορά μιλάω), στη στάση του σώματος (έτοιμος για όλα) φωνάζει πως το ‘χει το κομαντιλίκι στο αίμα του, ακόμη κι όταν χρόνια μετά, με άλλους σειράδες, θυμάται ιστορίες του στρατώνα χτυπώντας μπιρόνια που άνοιξε με το νύχι.

Προκαλεί αύξηση της σχετικής υγρασίας σε μουνώνες (αλλά και βιτσιόζους παντός είδους) μια και πείθει πως είναι ντούρασελ ακόμη και μετά από εξτρίμ καταστάσεις.

Ειρωνικά, συνώνυμο του πτωμάντο.

1.
Το λεπτό σημείο είναι ότι σε γενικές γραμμές ο ΣΞ έχει χαλαρώσει πολύ σε σχέση με το '80, π.χ., ενώ η ΠΑ ήταν από τότε καραπουτσαριό (λόγια ανθρώπων που υπηρέτησαν τότε), οπότε υπάρχει μια σχετική (και μόνο) σύγκλιση. Από εκεί και πέρα επειδή κανείς μας δεν είναι στρατόκαυλος και δεν έχει όρεξη να το παίζει κομαντερός και καλά, ας μην αρχίσουμε να συγκρίνουμε τις εκπαιδεύσεις (και κυρίως ως προς τον β' κύκλο εκπαίδευσης). Αλλά μην ακούω και παπαριές τώρα για ζόρια στην αεροπορία….

2.
-Ο Π. είναι στην πάνω φωτογραφία; Δεν τόξευρα ότι είχε υπερετήσει και ΟΥΚας! ΥΓ: Με ‘γειές το νέο στυλ! Ωραίον! -ΟΥΚας, ΟΥΦΟάς, αερομεταφερόμενος, αμφίβιος και τρελά κομαντερός καλέ μου Σ. (τρεις λιποθυμίες για κάθε μία ανάβαση λόφου).

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σερφάρει στο Internet, αλλά με συχνότερη ένταση από έναν μέσο άνθρωπο.

Εσύ που είσαι ιντερνετάκιας και έχεις μαύρη ζώνη στα κομπιούτερ, δεν έρχεσαι να μου δείξεις πώς να κατεβάσω ταινίες μέσω torrent;

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως που-σαι-συ ορίζουμε τον τύπο χαζοχαρούμενης γκόμενας, η οποία όταν συναντά όμοιες της αντικαθιστά το ανθρώπινο «γεια, τι κάνεις» με το «που'σαι συ».

Συνδυάζεται απαραίτητα με υψίσυχνη φωνή (σε επίπεδα σκύλων και εξωγήινων), ύφος πάπιας (σούφρωμα χειλιών) και εμφάνιση πάντοτε στην πένα, ακόμα κι όταν η περίσταση δεν το απαιτεί (π.χ. μάθημα στη σχολή) - ή μάλλον ειδικά τότε, που όλες οι άλλες είναι ντυμένες κανονικά.

Ελέγχεται επίσης η πιθανότητα μετατροπής της ορθογραφίας του λήμματος σε «puss-εσύ».

Εντάξει, στην αρχή φαίνεται ωραία η γκόμενα, αλλά είναι bimbo στα όρια της που-σαι-συ και δεν αντέχεται για κουβέντα πάνω από πεντάλεπτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουαναμπής είναι αυτός που wanna be, ο φιλόδοξος από ματαιοδοξία ένα πράμα, σε βερσιόν και προφορά ελληνική και μάλιστα κλίνεται: ο γουαναμπής, του γουαναμπή, πληθ: οι γουαναμπήδες. Πάντα και μόνο στο αρσενικό.

Για περισσότερα, παραπέμπω στον πληρέστατο ορισμό του sarant εδώ και κατά τ' άλλα απλώς καταγράφω στο σλανγκρ τη λέξη παραθέτοντας και παραδείγματα από το νέτι.

  1. Τέλος πάντων, πνευματικός άνθρωπος γουαναμπής, δεν δίνω σημασία σε ελάσσονα πολιτικά ζητήματα, και σπεύδω να διαβάσω το όντως αξιοδιάβαστο ένθετο για τον πολιτισμό, τις τέχνες και το βιβλίο...

  2. Στην δεύτερη φωτό είναι κάποιος πρώην χορευτής μπρέηκ-ντάνσινγκ από το πρώην ανατολικό μπλοκ που βλέπει πρώτη φορά τόουνλαμπ, δεν ξέρει τι κάνει αλλά έχει χεστεί από την χαρά του που έχει κάτι που δεν ξέρει τι στο διάλο κάνει. Αγνός νεοκαπιταλισμός, ροκ-γουαναμπής και κ***ς φινιστρίνι.

  3. Διαμαρτυρόμεθα εντόνως διότι το δράμα που ζει στις φυλακές του Κορυδαλλού ο Ντάφυ Ντακ δεν συγκινεί κανέναν! Αλλά έτσι είναι βέβαια, ο Πόρκυ που είναι μικροαστός γουαναμπής να βγει, ο Ντάφυ να σαπίσει διότι είναι αναρχοαυτόνομος

από το δίχτυ όλα κι άλλα πολλά.

(από Khan, 25/11/11)(από Khan, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified