Further tags

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' τη ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η διαφορά από τον πουσταλαζόνα είναι ότι ο όρος «ψωλοπερήφανος» έχει μια έντονη μειωτική χροιά και την χρησιμοποιούν οι ομοφοβικοί για να χλευάσουν την gay pride, ενώ ο όρος «πουσταλαζών» διαθέτει μια μεγαλύτερη ανατρεπτική δυναμική. Η λεξιπλασία σχηματίζεται προφάνουσλυ κατά το «ψωροπερήφανος». Άλλωστε το λάμδα είναι, όπως και το ρο, υγρό σύμφωνο pun intended).

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε ψωλοπερήφανος. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Δώσε βάση στη στενσιλιά! (από Khan, 21/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός τηε λέξης ψωλή και σολάριουμ. Αργκό που χρησιμοποιείται για τις ωραίες γκόμενες που εμφανίζονται κατάμαυρες στις παραλίες από το πρώτο μπάνιο γιατί: «τα σοκαλατένια δέρματα τραβάνε τα βλέματα». Πρόκειται για ψωνάρες που παραμένουν όμως πολύ ορεκτικές για τον αντρικό πληθυσμό. Συχνά το παρακάνουν και μοιάζουν με καμμένο κρέας. Το όλο concept του ψωλάριουμ είναι η εν λόγω γκόμενα να κάνει έντονο contrast με όλους τους υπόλοιπους που διατηρούν τα πάχη και το ασπρουλιάρικο χρώμα του χειμώνα.

(σε παραλία)
- Η Μαίρη έχει αναδειχθεί από πέρσυ..
- Κωλάρα έκανε και ωραίο χρώμα... Επίσημα ψωλάριουμ!

(από dimitrakis199, 30/01/12)Σαν Σοκολατένια κουράδα (από alamo, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό επιφώνημα θαυμασμού, συνήθως για την εμφάνιση μίας γυναίκας.

Για να πετύχει πρέπει πρώτα το επιφώνημα να αρχίσει με ένα μακρόσυρτο «Πσσσσσσς» (όπως λέμε «Πσσσσς σκίζεις»), και μετά να ακολουθεί ένα «Ω-λα-λααά» όπως λέμε «Ω λαλααά, τη γκόμενα είσαι εσύ!!»

  1. - Σου αρέσει αυτό το φόρεμα;;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά είναι πολύ ωραίο!

  2. - Πως σου φαίνομαι για απόψε;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά φοβερή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάκερ με ψυχολογικά προβλήματα που μπορεί να φτάσει στο σημείο να κατασκευάζει ο ίδιος πολύπλοκους κώδικες προκειμένου να επιχειρήσει να τους σπάσει μετά.

- Άσ' τονα τον Κώστα, όλη μέρα στο pc φτιάχνει προγράμματα, ψυχάκερ κατάντησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν είναι γκέι αλλά το παίζει για λόγους glamour!

- Είδα τον Τάκη εχτές σε ένα γκέι μπαρ. Τι έγινε, άρχισε να τον παίρνει;
- Άσε με μωρέ, με τον ψευτογκέι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαδέλφη της Τατιάνας Πηγαδομούνοβας, πάει σόι το βασίλειο.

Που καταπίνει τα φλόκια και τον αφήνει πεντακάθαρο.

- Έμαθα ότι ο Γιώργος παντρεύεται ξανά.
- Ναι, μια χυσοκαταπίνοβα.

(από Khan, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

(μειωτικό)

Ο φανατικός Χριστιανός, αυτός που (σχεδόν) πρεσβεύει την βίαιη επιβολή του Χριστιανισμού.

- Αυτός ο Νώντας μωρ' αδερφάκι μου, μας ζάλισε τον έρωτα χθες το βράδυ. Μια κριτική στον αρχιεπίσκοπο πήγα να κάνω και με σκυλόβρισε το καθίκι... μετά άρχισε το γνωστό παραλήρημα περί της «Εθνοσωτήριου» και γίναμε μπίλιες.
- Εμ... Όταν στα λέω να μην τον κάνεις παρέα αυτόν τον χριστιανοταλιμπάν εσύ δεν μ΄ακούς!

Βλ. και σχετικό λήμμα αγριοχρίστιανος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαψίας.

- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ο οποίος προέρχεται από το μπασκετικό alley-oop, ή αλλιώς (στα ελληνικά), χουπ.

Οι χούπηδες ισχυρίζονται πως είναι μπασκετικοί φίλαθλοι και μιλάνε μεταξύ τους με καθαρά μπασκετικούς όρους, όπως: πικ εν ρολ, άλεϊ ουπ, τρανζίστορ, μπακ κορτ κτλ.

- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

εκ του Χουπ (Hoop): είναι το στεφάνι της μπασκέτας.

Στην διάλεκτο του πεζοδρομίου σημαίνει παίζω μπάσκετ. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις του Street BasketBall: παιχνίδι μπάσκετ σε εξωτερικό χώρο.

Σημείωση: οι μπασκέτες έχουν σιδερένιο φιλέ για να μην κόβεται.

- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified