Further tags

Ο κλασικός μάγκικος τρόπος να αναφερθείς σε έναν ιδιαίτερο τύπο γυναίκας, που είναι μικρόσωμη, πρόσχαρη και μας εμπνέει θετικά συναισθήματα. Ο όρος έχει κάποια τρυφερότητα. Λέγεται και για ηλικιωμένη μικρόσωμη κυρία που την βλέπουμε με συμπάθεια.

Πήγα στη Δημόσια Υπηρεσία, μου τα πρήξανε όλοι, αλλά ευτυχώς ήτανε και μια μανταμίτσα που μου την έκανε την δουλειά.

Στην αρχή. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται κι έτσι ο σεπούλτουρος, ο φανατικός του συγκροτήματος Sepultura, για να ακούγεται ειρωνικά προς το «κουλτουριάρης».

Ο μεγάλος αδερφός μας βγήκε πολύ κουλτουριάρης. Ο μικρός πάλι σεπουλτουριάρης.

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το γαλλικό «poulain», δηλαδή «πουλάρι», είναι ο/η φέρελπις προστατευόμενος/η. Οπότε και το πιπίνι, που το έχουμε μη στάξει και μη βρέξει, ή κάτι σαν το «σκυλάκι» μας.

Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι και το άλογο στο οποίο ποντάρουμε στον ιππόδρομο.

Ερευνάται ακόμη αν η έκφραση έχει λάβει και παρετυμολογία από τον πούλο, στο στυλ «πήρα το πουλέν» κ.ο.κ. (βλ. και αμελί πουλέν).

.

- Η Ευλαμπία είναι το νέο πουλέν του διευθυντή. Την βλέπω να παίρνει προαγωγή σύντομα.
- Το πουλέν θα πάρει κι αυτή!

Αντίστοιχο: μανάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πιο επίκαιρος και σινεφίλ τρόπος να πεις «πουλέν», βλ. αντίστοιχο λήμμα.

-Η Δανάη έχει εξελιχθεί στο καινούργιο πουλέν του!
-Πού θα πάει; Θα την βαρεθεί κι αυτήν!

Έχει το όνομα! Έχει και την χάρη; (από Lafkadio, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παίκτης του χρηματιστηρίου ο οποίος επιδίδεται στο σορτ σέλλινγκ, δηλαδή δανείζεται μετοχές σε μια τιμή πληρώνοντας κάποια προμήθεια, τις πουλάει ακριβότερα, τις γυρίζει πίσω, κρατάει την διαφορά.

Αυτή η άνοδος του χρηματιστηρίου οφείλεται στους σορτάκηδες.

Από το αγγλικό short selling, που γενικότερα αναφέρεται στην πώληση αγαθού από κάποιον, χωρίς αυτός να κατέχει το αγαθό τη στιγμή της πώλησης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ρωσικής προελεύσεως (хохол) που περιγράφει το μεγαλόσωμο και άχαρο άνθρωπο. Ευρέως γνωστή λέξη στη Ρωσία, αφού χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει τους Ουκρανούς ως υπανάπτυκτους. Κατά πάσα πιθανότητα είναι συνώνυμο της ελληνικής λέξης κάφρος.

Στα ελληνικά περιγράφει τον αδαή και βραδύνοα άνθρωπο, που άγεται και φέρεται.

  1. Σε ποιους νομίζουν ότι απευθύνονται, για χαχόλους μάς περνάνε; Δεν θα περάσει έτσι αυτό!

  2. Κακός Χριστόδουλος - κακή εκκλησία. Καλός Ιερώνυμος - καλή εκκλησία. ... Εμείς δεν είμαστε χαχόλοι. (απόσπασμα από blog)

Χαχόλος ουκρανικής προελεύσεως (από krepsinis, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος με επιλήψιμη συμπεριφορά, ο αναξιόπιστος. Τουρκικής προελεύσεως, kumaş «ρούχο».

Ο εγγύς νεοελληνικός όρος είναι μάλλον η λέξη «περιπτωσάρα».

- Θα έρθει και ο ξαδερφός σου μαζί; Αν θυμάμαι καλά, ο τύπος είναι περιπτωσάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων γκλαμουριά.

Να πάμε σε κανένα γκλαμουράτο κλαμπάκι! Μην την βγάλουμε πάλι σε καμιά μπουζουκλερί.

Got a better definition? Add it!

Published

Έχω θάρρος, κουράγιο, ψυχικό σθένος, το λέει η σούφρα μου (Ζωρζ Πιλαλί). Το ακούμε συνήθως με τη μορφή ερώτησης σε άλλον/άλλους.

- Έχεις ρε συ άντερο να την κάνουμε τη δουλειά να 'κονομήσουμε;
- Κάτσε ρε να το κουβεντιάσουμε λίγο...
- Καληνύχτα Μαργαρίτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified