Από το αγγλικό «cocksucker», δηλαδή πουτσογλείφτης. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Έλληνες της Αμερικής, με την έννοια, όπως στα Αγγλικά, του «μαλάκας».
Έλα 'δώ ρε κακσάκα να σε γαμήσω.
Είδες τον κακσάκα πώς κοιτάζει την αδελφή σου;
Από το αγγλικό «cocksucker», δηλαδή πουτσογλείφτης. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Έλληνες της Αμερικής, με την έννοια, όπως στα Αγγλικά, του «μαλάκας».
Έλα 'δώ ρε κακσάκα να σε γαμήσω.
Είδες τον κακσάκα πώς κοιτάζει την αδελφή σου;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος όμοιος με το «κακσάκας» (από το αγγλικό «cocksucker»), αλλά βαρύτερος.
- Νά τον κακσάαααακαρα που είπε την αδελφή μου πουτάνα μπροστά σ' όλους. Άντε, μάζεψε τα δόντια του άμα τελειώσω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύντμηση για «Displaced Person», ο επίσημος όρος στα Αγγλικά για πρόσφυγες ή αυτούς που μεταναστεύουν λόγω πολέμου ή λιμού, χωρίς να θέλουν και με το ζόρι. Χρησιμοποιείται από τους ομογενείς της Αμερικής για να περιγράφουν κάποιον Έλληνα που, παρόλο που ζει 50 χρόνια στην Αμερική, δεν μιλά ούτε μια λέξη Αγγλικά και συμπεριφέρεται ακριβώς σαν να βρισκότανε στο χωριό του.
Χρησιμοποιείται επίσης ειρωνικά για «Αμερικανάκι» της δεύτερης-τρίτης γενιάς που π.χ. φοράει ελληνικές ποδοσφαιρικές φανέλες ή είναι μέλος μιας ομάδας παραδοσιακού χορού.
- Πάμε στο καφενείο του θείου σου; - Όχι ρε μαλάκα, είναι γεμάτο D.P. και θα μας αγριοκοιτάζουν που φοράμε βερμούδα.
- Ωραίο μουστάκι έβγαλες ρε D.P. Δεν βγάζεις και την τσαμπούνα σου να μας παίξεις μια σούστα να χορέψουμε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Unpektable. Αγγλιστί. Ο «άπαικτος» χρησιμοποιείται όμως με πιο ειρωνικό τόνο.
Εντάξει ρε φίλε, είπαμε... Eσύ είσαι unpektable!
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία της φράσης Για τον πούτσο (Gia Ton Poutso).
Σχετικά λήμματα: GTB
- Μη του δίνεις σημασία ρε, το άτομο είναι GTP.
- A... καλά, αυτό το αμάξι που λες είναι GTP και ο άλλος το παίζει και μούρη.
Got a better definition? Add it!
(αλλιώς: γέρο-μολιμέντο). Αυτός που είναι πολύ γέρος και έχει ξεμωράνει τελείως. Συνήθως συνοδεύεται από γεροντικές ασθένειες όπως αυτή του parkinson και η επαφή του με το περιβάλλον είναι περιορισμένη.
Ο προηγούμενος Πάπας στα τελευταία του είχε γίνει σκέτο μολιμέντο! Και ήθελε να έχει και ferrari κι ολας!!
Δες και ραμολιμέντο.
Got a better definition? Add it!
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την έννοια Gia Ta Baza. To λέμε για κάποια που είναι μπάζο.
-Ποια ρε; Για αυτή λες; Αυτή είναι GTB.
Got a better definition? Add it!
Ο φραγκάτος, ο ματσωμένος. Στο θηλυκό παίρνει την κατάληξη -ισσα (μπρούκλισσα).
- Παιδιά, απόψε κερνάω εγώ!
- Έλα ρε μπρούκλη!
Got a better definition? Add it!
Δεν έχει συγκεκριμένο ορισμό αλλά χρησιμοποιείται ως επίθετο για να φωνάξουμε κάποιον χωρίς να τον βρίσουμε, αλλά και χωρίς να τον φωνάξουμε με το όνομά του.
-Ρε γκουντρόν, πού είσαι και σε ψάχνω τόση ώρα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.
Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.
-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.
Και χτεσινός.
Got a better definition? Add it!